δίυγρος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(9)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δίυγρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> εντελώς [[υγρός]], [[διάβροχος]]<br /><b>2.</b> κορεσμένος, [[πλήρης]]<br /><b>3.</b> (για [[βλέμμα]]) [[γλυκό]], γεμάτο [[ηδυπάθεια]]<br /><b>4.</b> αυτός που έχει [[χρώμα]] ωχρό, [[κιτρινιάρης]]<br /><b>5.</b> [[ασθενικός]], [[μαλθακός]].
|mltxt=[[δίυγρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> εντελώς [[υγρός]], [[διάβροχος]]<br /><b>2.</b> κορεσμένος, [[πλήρης]]<br /><b>3.</b> (για [[βλέμμα]]) [[γλυκό]], γεμάτο [[ηδυπάθεια]]<br /><b>4.</b> αυτός που έχει [[χρώμα]] ωχρό, [[κιτρινιάρης]]<br /><b>5.</b> [[ασθενικός]], [[μαλθακός]].
}}
{{elru
|elrutext='''δίυγρος:''' <b class="num">1)</b> промокший, влажный ([[ἀήρ]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> томный, нежный (ὄμμασι [[νεῦμα]] δίυγρον [[δοῦναι]] Anth.);<br /><b class="num">3)</b> перен. пропитанный, отягощенный (τριπάλτων πημάτων Aesch.).
}}
}}

Revision as of 18:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίυγρος Medium diacritics: δίυγρος Low diacritics: δίυγρος Capitals: ΔΙΥΓΡΟΣ
Transliteration A: díygros Transliteration B: diugros Transliteration C: diygros Beta Code: di/ugros

English (LSJ)

ον,

   A washed out, pale, δ. τὴν εἰδέην Hp.Int.43 (A.Th.990 is corrupt).    2 of a melting glance, νεῦμα δ. AP12.68.7 (Mel.).    II liquid, moist, Arist.Pr.887b25; ἀναθυμίασις Porph. Sent.29; στοιχεῖον δ., of the sea, Id. ap. Eus.PE3.11; τὸ δ. τῆς ὕλης Jul.Or.5.165d; πνεῦμα Iamb.Myst.4.13; watery, αἷμα Steph. in Hp. 1.132 D.

German (Pape)

[Seite 644] durchnäßt, ganz u. gar feucht; Hippocr. u. Folgde; νεῦμα Mel. 14 (XII, 69). Uebertr., τριπάλτων πημάτων δ. Aesch. Spt. 972, von dreifachem Weh getroffen.

Greek (Liddell-Scott)

δίυγρος: -ον, ἐντελῶς ὑγρός, Ἱππ. 537. 25, κτλ.· τὸ χωρίον Αἰσχύλ. Θήβ. 985 εἶναι ἐφθαρμ. 2) ἔχων τὸ βλέμμα τακερόν, Ἀνθ. Π. 12. 68, πρβλ. ὑγρός ΙΙ. 5. ΙΙ. ὑγρός, πλήρης ὑγρασίας, Ἀριστ. Προβλ. 8. 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui imprègne d’humidité : δίυγρα πήματα ESCHL douleurs qui pénètrent et imprègnent l’âme.
Étymologie: διά, ὑγρός.

Spanish (DGE)

-ον
completamente húmedo, muy húmedo, empapado χροιή Hp.Int.11, cf. 43, ἡ δὲ πιμελὴ θερμόν, ἂν μὴ δ. Arist.Pr.887b25, στόμα Aret.SA 1.5, ἔδαφος Thphr.CP 2.4.1, γῆ Thphr.CP 3.2.6, τέλμα Hld.9.8.6, στοιχεῖον del mar, Porph.Fr.359.104, ἀναθυμίασις δ. exhalación húmeda Porph.Sent.29, τὸ δίυγρον τῆς ὕλης el principio húmedo de la materia Iul.Or.8.165c, πνεῦμα δ. aliento húmedo Iambl.Myst.4.13, cf. Vett.Val.386.24
fluido, muy líquido αἷμα Steph.in Hp.Progn.146.13, cf. Sch.A.R.3.1398
fig. de la mirada γλυκὺ δ' ὄμμασι νεῦμα δίυγρον dulce señal húmeda en sus ojos, AP 12.68 (Mel.).

Greek Monolingual

δίυγρος, -ον (Α)
1. εντελώς υγρός, διάβροχος
2. κορεσμένος, πλήρης
3. (για βλέμμα) γλυκό, γεμάτο ηδυπάθεια
4. αυτός που έχει χρώμα ωχρό, κιτρινιάρης
5. ασθενικός, μαλθακός.

Russian (Dvoretsky)

δίυγρος: 1) промокший, влажный (ἀήρ Arst.);
2) томный, нежный (ὄμμασι νεῦμα δίυγρον δοῦναι Anth.);
3) перен. пропитанный, отягощенный (τριπάλτων πημάτων Aesch.).