δολιχαύχην: Difference between revisions

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source
(9)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δολιχαύχην]], ο, η (Α)<br />αυτός που έχει μακρύ αυχένα, λαιμό («[[δολιχαύχην]] [[κύκνος]]»).
|mltxt=[[δολιχαύχην]], ο, η (Α)<br />αυτός που έχει μακρύ αυχένα, λαιμό («[[δολιχαύχην]] [[κύκνος]]»).
}}
{{elru
|elrutext='''δολιχαύχην:''' ενος adj. с длинной шеей ([[κύκνος]] Eur.).
}}
}}

Revision as of 18:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δολῐχαύχην Medium diacritics: δολιχαύχην Low diacritics: δολιχαύχην Capitals: ΔΟΛΙΧΑΥΧΗΝ
Transliteration A: dolichaúchēn Transliteration B: dolichauchēn Transliteration C: dolichaychin Beta Code: dolixau/xhn

English (LSJ)

ενος, ὁ, ἡ,

   A long-necked, πταναί E.Hel. 1487 (lyr.); κύκνος B.15.6, E.IA793 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 654] ενος, langhalsig; κύκνος, πταναί, Eur. I. A. 791 Hel. 1503.

Greek (Liddell-Scott)

δολῐχαύχην: -ενος, ὁ, ἡ, ὁ μακρὸν ἔχων λαιμόν, πταναὶ Εὐρ. Ἑλ. 1487· κύκνος Ψευδευριπ. Ι. Α. 794.

French (Bailly abrégé)

ενός (ὁ, ἡ)
au long cou.
Étymologie: δολιχός, αὐχήν.

Spanish (DGE)

(δολῐχαύχην) -ενος
de largo cuello πταναί E.Hel.1487, κύκνος B.16.6, E.IA 794.

Greek Monolingual

δολιχαύχην, ο, η (Α)
αυτός που έχει μακρύ αυχένα, λαιμό («δολιχαύχην κύκνος»).

Russian (Dvoretsky)

δολιχαύχην: ενος adj. с длинной шеей (κύκνος Eur.).