δυωδεκάμηνος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
(4) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυωδεκάμηνος:''' -ον ([[μήν]]), αυτός που είναι [[δώδεκα]] μηνών (ηλικιακά), σε Ησίοδ. | |lsmtext='''δυωδεκάμηνος:''' -ον ([[μήν]]), αυτός που είναι [[δώδεκα]] μηνών (ηλικιακά), σε Ησίοδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυωδεκάμηνος:''' двенадцатимесячный ([[παῖς]] Hes.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:04, 31 December 2018
English (LSJ)
δῠωδεκαταῖος, δῠωδέκατος, v. δωδ-.
Greek (Liddell-Scott)
δυωδεκάμηνος: δυωδεκαταῖος, δυωδέκατος, ἴδε ἐν δωδ- .
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
âgé de douze mois.
Étymologie: δυώδεκα, μήν².
Greek Monotonic
δυωδεκάμηνος: -ον (μήν), αυτός που είναι δώδεκα μηνών (ηλικιακά), σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
δυωδεκάμηνος: двенадцатимесячный (παῖς Hes.).