δυσπάρευνος: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσπάρευνος:''' -ον, αυτός που έχει [[κακό]] σύντροφο στο [[κρεβάτι]], σε Σοφ. | |lsmtext='''δυσπάρευνος:''' -ον, αυτός που έχει [[κακό]] σύντροφο στο [[κρεβάτι]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσπάρευνος:''' (о брачном ложе) несчастливый, роковой ([[λέκτρον]] Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A ill-mated, λέκτρον S.Tr.791.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπάρευνος: -ον, δύσλεκτρος, κακοστρωμένος, δυστυχής, λέκτρον Σοφ. Τρ. 791.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont la couche est funeste.
Étymologie: δυσ-, πάρευνος.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
de funesto compañero λέκτρον S.Tr.791.
Greek Monolingual
δυσπάρευνος, -ον (Α)
φρ. «δυσπάρευνον λέκτρον» — κακοστρωμένο κρεβάτι, δύστυχος γάμος.
Greek Monotonic
δυσπάρευνος: -ον, αυτός που έχει κακό σύντροφο στο κρεβάτι, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
δυσπάρευνος: (о брачном ложе) несчастливый, роковой (λέκτρον Soph.).