ἐθελοντήρ: Difference between revisions
From LSJ
οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder
(4) |
(2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐθελοντήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ἐθέλω]]), αυτός που προσφέρεται εκούσια να κάνει [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ἐθελοντήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ἐθέλω]]), αυτός που προσφέρεται εκούσια να κάνει [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐθελοντήρ:''' ῆρος adj. m Hom. = [[ἐθελοντής]] I. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A volunteer, Od.2.292.
German (Pape)
[Seite 718] ῆρος, ὁ, der Freiwillige, Od. 2, 292.
Greek (Liddell-Scott)
ἐθελοντήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ἑκουσίως προσφερόμενος νὰ πράξῃ τι, Ὀδ. Β. 292· πρβλ. τὸ ἑπόμ.
French (Bailly abrégé)
ῆρος;
adj. m.
qui agit volontairement ou volontiers, empressé.
Étymologie: ἐθέλω.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
-ῆρος voluntario, Od.2.292.
Greek Monolingual
ο
βλ. εθελοντής.
Greek Monotonic
ἐθελοντήρ: -ῆρος, ὁ (ἐθέλω), αυτός που προσφέρεται εκούσια να κάνει κάτι, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐθελοντήρ: ῆρος adj. m Hom. = ἐθελοντής I.