ἐκδιώκω: Difference between revisions

From LSJ

παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names

Source
(4)
(2)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκδιώκω:''' μέλ. <i>-διώξομαι</i>, [[διώχνω]], [[εξορίζω]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἐκδιώκω:''' μέλ. <i>-διώξομαι</i>, [[διώχνω]], [[εξορίζω]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκδιώκω:''' выгонять, изгонять (τινὰ ἐκ τοῦ τόπου Arst.; τινὰ τῆς οἰκίας Luc.; ὁ [[δῆμος]] ἐξεδίωξε τοὺς δυνατούς Thuc.): ἐ. ἐκ τῶν ὕπνων Plut. лишать сна.
}}
}}

Revision as of 19:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκδῐώκω Medium diacritics: ἐκδιώκω Low diacritics: εκδιώκω Capitals: ΕΚΔΙΩΚΩ
Transliteration A: ekdiṓkō Transliteration B: ekdiōkō Transliteration C: ekdioko Beta Code: e)kdiw/kw

English (LSJ)

   A chase away, banish, Th.1.24; ἐκ τοῦ τόπου Arist.HA618b12; τῆς οἰκίας Luc.Tim.10; attack, persecute, PMasp.2 iii4 (vi A.D.), etc.:—Pass., Hyp.Fr.238.

German (Pape)

[Seite 757] herausjagen, vertreiben; Thuc. 1, 24; Dem. 32, 6; bes. ins Exil, Poll. 8, 70; τινὰ τῆς οἰκίας Luc. Tim. 10; ἐκδιωκτέον, τὰ μυσαρά, Plut. ed. lib. 17.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκδιώκω: μέλλ. -διώξομαι (μεταγ. -ξω), ἀποδιώκω, ἐξελαύνω, ἐξορίζω, ὁ δῆμος … ἐξεδίωξε τοὺς δυνατοὺς Θουκ 1. 24· ἐκδιώκουσι τοὺς ἑαυτῶν νεοττοὺς ἐκ τοῦ τόπου Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 31, 1· τῆς οἰκίας Λουκ. Τίμ 10.

French (Bailly abrégé)

chasser de, exiler.
Étymologie: ἐκ, διώκω.

Spanish (DGE)

• Grafía: graf. ἐγδ- Erot.Fr.Pap.Nect.4.18, SEG 37.1403.13 (Babilonia II d.C.)
1 expulsar c. suj. y ac. de animados τοὺς μὲν κατάγων ..., τοὺς δ' ἐκδιώκων Timocr.1.9, ὁ δῆμος ... ἐξεδίωξε τοὺς δυνατούς Th.1.24, πάντας τοὺς ἐχθρούς σου LXX De.6.19, ἡμᾶς 1Ep.Thess.2.15, ἐγδιώκει γὰρ αὐτοὺς ἐπεμβαίνουσα (θάλασσα) Diog.Oen.21.3.2, cf. BGU 836.5 (VI d.C.), PMasp.2.3.4 (VI d.C.), c. indic. del lugar en gen. o ἐκ y gen. τοὺς ἑαυτῶν νεοττοὺς ... ἐκ τοῦ τόπου Arist.HA 618b12, cf. Hierocl.Facet.215, αὐτοὺς τῆς οἰκίας Luc.Tim.10, cf. Iud.Voc.6, τὸν Μιραδάτην βασιλέα ἐγδιώξας τῆς Μεσήνης SEG l.c., en v. pas., sin cont., Hyp.Fr.238
fig. alejar, rechazar c. suj. de pers. y ac. de abstr. πάντα <τὰ> αἰσχρὰ ἐξεδίωκεν X.Ages.3.1, ἀεὶ τὸ λυποῦν ἐκδίωκε τοῦ βίου Men.Mon.3.
2 perseguir en v. pas. οὕτως ὁ ἐκδιωκόμενος ὑπὸ κυρίου LXX Si.30.19, ἄνομοι δὲ ἐκδιωχθήσονται LXX Ps.36.28
fig. c. suj. abstr. σφοδραί τινες ὁρμαὶ μέχρι βαράθρων καὶ κρημνῶν ἐκδιώκουσαι Pythag.Ep.2.5, en v. pas. τὸ παρὰ τοῦ κακοῦ ἐκδιώκεσθαι el hecho de ser perseguido por el Maligno Gr.Nyss.Beat.164.10.
II cumplir, ejecutar ἵνα ἐν ὀλίγαις ἡμέραις ἐγδιώξῃ τὸ ἔργον para que en pocos días terminase el trabajo, Erot.Fr.Pap.l.c.

English (Strong)

from ἐκ and διώκω; to pursue out, i.e. expel or persecute implacably: persecute.

English (Thayer)

future ἐκδιώξω; 1st aorist ἐξεδιωξα;
1. to drive out, banish: τινα, WH Tr marginal reading διώξουσιν; some refer this to 2); (Thucydides 1,24; Lucian, Tim. 10; the Sept. to pursue equivalent to to persecute, oppress with calamities: τινα, Demosthenes, 883,27).

Greek Monolingual

(AM ἐκδιώκω)
1. διώχνω με βίαιο τρόπο
2. εξορίζω ή απελαύνω
μσν.- νεοελλ.
αποπέμπω, απομακρύνω βίαια κάποιον από το αξίωμα ή τη θέση του
αρχ.
κατηγορώ.

Greek Monotonic

ἐκδιώκω: μέλ. -διώξομαι, διώχνω, εξορίζω, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκδιώκω: выгонять, изгонять (τινὰ ἐκ τοῦ τόπου Arst.; τινὰ τῆς οἰκίας Luc.; ὁ δῆμος ἐξεδίωξε τοὺς δυνατούς Thuc.): ἐ. ἐκ τῶν ὕπνων Plut. лишать сна.