ἐλατός: Difference between revisions

From LSJ

Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλοςχρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.

Source
(11)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐλατός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> (για μέταλλα) αυτός που μπορεί να σφυρηλατηθεί ή να μετατραπεί σε ελάσματα με τη [[διαδικασία]] της έλασης<br /><b>2.</b> [[σφυρήλατος]], σφυρηλατημένος («ἐλαταὶ σάλπιγγες, ἐλατοὶ θώρακες»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ελατό</i><br />η [[ελατότητα]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐλατός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> (για μέταλλα) αυτός που μπορεί να σφυρηλατηθεί ή να μετατραπεί σε ελάσματα με τη [[διαδικασία]] της έλασης<br /><b>2.</b> [[σφυρήλατος]], σφυρηλατημένος («ἐλαταὶ σάλπιγγες, ἐλατοὶ θώρακες»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ελατό</i><br />η [[ελατότητα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐλᾰτός:''' [adj. verb. к [[ἐλαύνω]] тягучий (ὅσα μεταλλεύεται ἔστιν ἢ χυτὰ ἢ ἐλατά Arst.).
}}
}}

Revision as of 19:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλᾰτός Medium diacritics: ἐλατός Low diacritics: ελατός Capitals: ΕΛΑΤΟΣ
Transliteration A: elatós Transliteration B: elatos Transliteration C: elatos Beta Code: e)lato/s

English (LSJ)

ή, όν, (ἐλαύνω) of metal,

   A ductile, Arist.Mete.385a16, etc.    II beaten, POxy.85ii16 (iv A.D.); χαλκός HeroBel.96.10, Heliod. ap. Orib.49.3.8; of beaten work, σάλπιγγες LXXNu.10.2; θώρακες Jul.Or.2.57b.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλατός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἐλαύνω, ἐπὶ μετάλλου ὃ δύναταί τις νὰ ἐλάσῃ, νὰ πλατύνῃ διὰ σφυρηλατήσεως, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 6. 12, κ. ἀλλ.˙ περὶ τοῦ ἐλ. χαλκός, ἴδε Μυλλ. Ἀρχ. Τέχν. § 306. 4.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
ductile en parl. d’un métal ; martelé.
Étymologie: ἐλαύνω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 del metal dúctil, maleable χαλκός Arist.Mete.386b19, cf. 385a16, Alex.Aphr.Quaest.73.11.
2 batido, forjado χαλκός Ph.Bel.77.29, Hero Bel.96.10, Heliod. en Orib.49.3.8, SB 12648.38 (IV d.C.), DP 15.65, ἀσπίδες χρυσαῖ LXX 2Pa.9.16, θώρακες Iul.Or.3.57b, ἄντυξ Eust.1154.31, δόρατα χρυσᾶ LXX 3Re.10.16, σάλπιγγες ἀργυραῖ LXX Nu.10.2, καὶ ποίησον αὐτὰ (τὰ πυρεῖα) λεπίδας ἐλατάς y hazlos (los incensarios de bronce) finas láminas batidas e.d. conviértelos en láminas LXX Nu.17.3
de figuras repujado θεοί Thphl.Ant.Autol.1.1.

Greek Monolingual

ο
βλ. έλατο.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐλατός, -ή, -όν)
1. (για μέταλλα) αυτός που μπορεί να σφυρηλατηθεί ή να μετατραπεί σε ελάσματα με τη διαδικασία της έλασης
2. σφυρήλατος, σφυρηλατημένος («ἐλαταὶ σάλπιγγες, ἐλατοὶ θώρακες»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ελατό
η ελατότητα.

Russian (Dvoretsky)

ἐλᾰτός: [adj. verb. к ἐλαύνω тягучий (ὅσα μεταλλεύεται ἔστιν ἢ χυτὰ ἢ ἐλατά Arst.).