ἔνταλμα: Difference between revisions
Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily
(4) |
(2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἔνταλμα:''' -ατος, τό = [[ἐντολή]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''ἔνταλμα:''' -ατος, τό = [[ἐντολή]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔνταλμα:''' ατος τό [[ἐντέλλω]] наставление, заповедь NT. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A = ἐντολή, LXXIs.29.13, Ev.Matt.15.9, al.
German (Pape)
[Seite 853] τό, der Auftrag, Befehl, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνταλμα: τό, = ἐντολή, ἐντάλματα ἀνθρώπων Ἑβδ. (Ἡσαΐας ΚΘ΄, 13), Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιε΄, 9, κλ.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
en lit. jud.-crist. orden, mandato ἐντάλματα ἀνθρώπων LXX Is.29.13, cf. Ep.Col.2.22, ἐξελεύσομαι ... ἐν ἐντάλμασιν αὐτοῦ LXX Ib.23.11, cf. 2Ep.Clem.17.3, Basil.M.31.629A, ἔ. καὶ ἔργον Iust.Phil.Dial.67.10, νομίμων ἐντάλματα Gr.Thaum.Annunt.M.10.1169A, cf. Cyr.Al.Mt.152.8, Gr.Naz.M.37.1108A, Epiph.Const.Haer.70.5.3.
English (Strong)
from ἐντέλλομαι; an injunction, i.e. religious precept: commandment.
English (Thayer)
ἐνταλματος, τό (ἐντέλλομαι (see ἐντέλλω)), a precept: plural, διδάσκοντες ἐντάλματα ἀνθρώπων; (Winer's Grammar, 25).)
Greek Monolingual
το (AM ἔνταλμα)
εντολή, διαταγή («διδάσκοντες ἐντάλματα ἀνθρώπων καὶ διδασκαλίας», ΠΔ)
μσν.- νεοελλ.
έγγραφη άδεια ή εντολή επίσημης αρχής
νεοελλ.
1. έγγραφη εντολή αρμόδιας δικαστικής ή ανακριτικής αρχής με την οποία διατάσσεται η σύλληψη («ένταλμα συλλήψεως»), βίαιη προσαγωγή, προφυλάκιση ή προσωπική κράτηση κάποιου
2. μήνυμα, είδηση.
Greek Monotonic
ἔνταλμα: -ατος, τό = ἐντολή, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἔνταλμα: ατος τό ἐντέλλω наставление, заповедь NT.