ἔνστημα: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(12)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔνστημα]], το (Α) [[ενίστημι]]<br /><b>1.</b> [[ένσταση]], [[αντίρρηση]]<br /><b>2.</b> [[αντίδραση]], [[αντίσταση]].
|mltxt=[[ἔνστημα]], το (Α) [[ενίστημι]]<br /><b>1.</b> [[ένσταση]], [[αντίρρηση]]<br /><b>2.</b> [[αντίδραση]], [[αντίσταση]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔνστημα:''' ατος τό препятствие, помеха Plut., Sext.
}}
}}

Revision as of 20:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνστημα Medium diacritics: ἔνστημα Low diacritics: ένστημα Capitals: ΕΝΣΤΗΜΑ
Transliteration A: énstēma Transliteration B: enstēma Transliteration C: enstima Beta Code: e)/nsthma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A objection, εἴς τι Epicur.Ep.2p.39U.    II check, obstacle, Chrysipp.Stoic.2.268, M.Ant.8.41, S.E.M.7.253,al.

German (Pape)

[Seite 853] τό, das Hinderniß, bes. bei Stoikern, Plut. de Stoic. repugn. 57.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνστημα: τό, = ἔνστασις Π. 2, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1056D, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μάθ. 7. 253.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
obstacle.
Étymologie: ἐνίστημι.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
obstáculo, impedimento ταῖς ... κινήσεσιν ἐνστήματα πολλὰ γίνεσθαι καὶ κωλύματα Chrysipp.Stoic.2.268, cf. M.Ant.8.41, S.E.M.7.253, 425
ref. lenguaje objeción a un argumento, Epicur.Ep.[3] 91.

Greek Monolingual

ἔνστημα, το (Α) ενίστημι
1. ένσταση, αντίρρηση
2. αντίδραση, αντίσταση.

Russian (Dvoretsky)

ἔνστημα: ατος τό препятствие, помеха Plut., Sext.