ἐπανέρχομαι: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπανέρχομαι:''' μέλ. <i>-ανελεύσομαι</i> ([[αλλά]] βλ. και [[ἐπάνειμι]])· αποθ. Ενεργ. με αόρ. βʹ και παρακ.<br /><b class="num">I. 1.</b> [[επανέρχομαι]], [[επιστρέφω]], <i>ἐκ τόπου</i>, σε Θουκ.· στον γραπτό ή προφορικό λόγο, [[επιστρέφω]] σε ένα [[σημείο]] του λόγου, σε Ευρ., Ξεν., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[ανακεφαλαιώνω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[ανεβαίνω]], [[ανέρχομαι]], στον ίδ.· [[ανέρχομαι]] ή [[μεταβαίνω]] από το ένα [[μέρος]] στο [[άλλο]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐπανέρχομαι:''' μέλ. <i>-ανελεύσομαι</i> ([[αλλά]] βλ. και [[ἐπάνειμι]])· αποθ. Ενεργ. με αόρ. βʹ και παρακ.<br /><b class="num">I. 1.</b> [[επανέρχομαι]], [[επιστρέφω]], <i>ἐκ τόπου</i>, σε Θουκ.· στον γραπτό ή προφορικό λόγο, [[επιστρέφω]] σε ένα [[σημείο]] του λόγου, σε Ευρ., Ξεν., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[ανακεφαλαιώνω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[ανεβαίνω]], [[ανέρχομαι]], στον ίδ.· [[ανέρχομαι]] ή [[μεταβαίνω]] από το ένα [[μέρος]] στο [[άλλο]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπανέρχομαι:''' (fut. ἐπανελεύσομαι, aor. 2 ἐπανῆλθον)<br /><b class="num">1)</b> в(о)сходить, подниматься, взбираться (εἰς τὰ ὄρη Xen.; εἰς τὸν ἀέρα Arst.);<br /><b class="num">2)</b> переходить (ἐς τὴν Ἑλλάδα Her.);<br /><b class="num">3)</b> возвращаться (ἐκ ποταμοῦ Anacr.; [[ἐκεῖσε]] Eur.; εἰς τὴν Κόρινθον Thuc.; [[οἴκαδε]] Plat.; [[μετὰ]] πολλῶν λαφύρων Plut.; перен., в речи ἐπί τι Xen.): ἐπανελθεῖν, [[ὁπόθεν]] εἰς ταῦτ᾽ ἐξέβην, [[βούλομαι]] Dem. я хочу вернуться к тому, от чего отклонился в эту сторону;<br /><b class="num">4)</b> (тж. [[πάλιν]] ἐ. Plat., Arst.) вновь обозревать, повторять (τι Xen., Plat.).
}}
}}