ἐπιβιόω: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιβιόω:''' μέλ. <i>-βιώσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-εβίων</i>· ζω [[επιπλέον]] ή [[κατόπιν]], [[επιζώ]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἐπιβιόω:''' μέλ. <i>-βιώσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-εβίων</i>· ζω [[επιπλέον]] ή [[κατόπιν]], [[επιζώ]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιβιόω:''' (aor. 2 [[ἐπεβίων]]) жить после (чего-л.), пережить (Isae.; [[δύο]] ἔτη καὶ μῆνας ἕξ Thuc.; πένθ᾽ ἡμέρας τινός Dem.; τὴν ἡμέραν καὶ τὴν νύκτα Plut.): [[ἐπεβίων]] διὰ παντός (sc. τοῦ πολέμου) Thuc. я пережил всю эту войну; ἐ. τινι Plat. пережить кого-л.
}}
}}

Revision as of 20:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιβῐόω Medium diacritics: ἐπιβιόω Low diacritics: επιβιόω Capitals: ΕΠΙΒΙΟΩ
Transliteration A: epibióō Transliteration B: epibioō Transliteration C: epivioo Beta Code: e)pibio/w

English (LSJ)

only in aor. 2 -εβίων:—

   A live over or after, survive, ἐπεβίω δύο ἔτη Th.2.65; ἐπεβίων διὰ παντὸς [τοῦ πολέμου] Id.5.26; ἐπιβιόντος . . πένθ' ἡμέρας D.41.18, cf. Is.2.45; but αἷς ἂν . . ἐπιβιῶ live to see married, Pl.Ep.361d. (Freq. corrupted to -βιοῦντα, etc. in codd.)

German (Pape)

[Seite 929] (s. βιόω), nach-, überleben, αἷς ἂν ἐγὼ ἐπιβιῶ Plat. ep. XIII, 361 d; μετὰ τὴν ποίησιν ἐπεβίω Is. 2, 15; ἐπεβίων διὰ παντὸς αὐτοῦ Thuc. 5, 26; ἐπιβιοῦντος μετὰ ταῦτα αὐτοῦ πλεῖον ἢ πένθ' ἡμέρας Dem. 41, 18 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβιόω: μέλλ. -βιώσομαι: ἀόρ. -εβίων:- ἐπιζῶ, ζῶ μετὰ ταῦτα, κατόπιν, ἐπεβίω δύο ἔτη Θουκ. 2. 65· ἐπεβίων διὰ παντὸς τοῦ πολέμου 5. 26· ἐπιβιοῦντος… πένθ’ ἡμέρας Δημ. 1053. 15· αἷς ἂν... ἐπιβιῶ Πλάτ. Ἐπιστ. 361D.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés. ind. et ao.2 ἐπεβίων;
1 vivre jusqu’à la fin de;
2 survivre.
Étymologie: ἐπί, βιόω.

Greek Monotonic

ἐπιβιόω: μέλ. -βιώσομαι, αόρ. βʹ -εβίων· ζω επιπλέον ή κατόπιν, επιζώ, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιβιόω: (aor. 2 ἐπεβίων) жить после (чего-л.), пережить (Isae.; δύο ἔτη καὶ μῆνας ἕξ Thuc.; πένθ᾽ ἡμέρας τινός Dem.; τὴν ἡμέραν καὶ τὴν νύκτα Plut.): ἐπεβίων διὰ παντός (sc. τοῦ πολέμου) Thuc. я пережил всю эту войну; ἐ. τινι Plat. пережить кого-л.