ἔπειξις: Difference between revisions
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἔπειξις:''' -εως, ἡ ([[ἐπείγω]]), [[σπουδή]], [[βία]], [[βιασύνη]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἔπειξις:''' -εως, ἡ ([[ἐπείγω]]), [[σπουδή]], [[βία]], [[βιασύνη]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔπειξις:''' εως ἡ [[ἐπείγω]] торопливость Plut., Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:24, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A haste, hurry, J.AJ18.6.5, Plu.Rom.29, Ruf. ap. Orib.8.24.23, Aristid. Or.48(24).61, Luc.DMeretr.10.3, etc. 2 emergency, Antyll. ap. Orib.10.23.30. II urging, pressing, Gloss.: pl., App.BC1.19 (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 911] ἡ, die Beschleunigung, die Eile; Luc. D. meretr. 10; Plut. Rom. 29 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔπειξις: -εως, ἡ, τὸ ἐπείγεσθαι, σπουδή, διὰ τὴν ἔπειξιν ἀλλήλους... ἀνακαλοῦντες πολλάκις Πλούτ. Ρωμ. 29· γράμματα οὐ πάνυ σαφῆ... δηλοῦντα ἔπειξιν τοῦ γεγραφότος Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 10. 3.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
hâte, empressement.
Étymologie: ἐπείγω.
Greek Monolingual
ἔπειξις, η (Α) επείγω
1. βία, σπουδή («διὰ τὴν ἔπειξιν ἀλλήλους... ἀνακαλοῡντες πολλάκις», Πλούτ.)
2. πίεση.
Greek Monotonic
ἔπειξις: -εως, ἡ (ἐπείγω), σπουδή, βία, βιασύνη, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἔπειξις: εως ἡ ἐπείγω торопливость Plut., Luc.