ἐπιθυμητής: Difference between revisions
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιθῡμητής:''' -οῦ, ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[κάποιος]] που λαχταρά ή επιθυμεί [[κάτι]], με γεν., σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[ένθερμος]] [[φίλος]] ενός πράγματος, [[οπαδός]], σε Ξεν. | |lsmtext='''ἐπιθῡμητής:''' -οῦ, ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[κάποιος]] που λαχταρά ή επιθυμεί [[κάτι]], με γεν., σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[ένθερμος]] [[φίλος]] ενός πράγματος, [[οπαδός]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιθῡμητής:''' οῦ ὁ<br /><b class="num">1)</b> (страстный) любитель, ревнитель, поклонник (σοφίας Plat.; πολέμου Arst.): [[τιμῆς]] ἐ. Plat. честолюбец; νεωτέρων ἔργων ἐ. Her. любитель новизны, перемен; ἐ. κακῶν NT человек с дурными наклонностями;<br /><b class="num">2)</b> сторонник, последователь (sc. Σωκράτους Xen.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:28, 31 December 2018
English (LSJ)
οῖ, ὁ,
A one who longs for or desires, νεωτέρων ἔργων Hdt.7.6; [δογμάτων] And.4.6; ἔργων Lys.12.90; τιμῆς, σοφίας, Pl.R.475b, etc.; φύσει πολέμου ἐ. Arist.Pol.1253a6; κακῶν 1 Ep.Cor.10.6; ἀλλοτρίων BGU531 ii 22 (ii A.D.). 2. abs., lover, follower, X.Mem.1.2.60. b. one who lusts, LXX Nu.11.34.
German (Pape)
[Seite 943] ὁ, der Begehrende, Wünschende; νεωτέρων ἔργων Her. 7, 6; Andoc. 4, 6; σοφίας Plat. Rep. V, 475 b; καὶ ἐραστής Legg. I, 643 e; Liebhaber, Anhänger, Xen. Mem. 1, 2, 60.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 qui désire, partisan de, amateur ou ami de;
2 disciple.
Étymologie: ἐπιθυμέω.
English (Strong)
from ἐπιθυμέω; a craver: + lust after.
English (Thayer)
ἐπιθυμητου, ὁ (ἐπιθυμέω), one who longs for, a craver, lover, one eager for: κακῶν, Herodotus down.
Greek Monolingual
ἐπιθυμητής, ὁ (και θηλ. ἐπιθυμήτειρα) (Α) επιθυμώ
1. αυτός που επιθυμεί, που ορέγεται κάτι («τιμῆς ἐπιθυμηταί», Πλάτ.)
2. (απολ.) φίλος, ακόλουθος, οπαδός («πολλοὺς ἐπιθυμητὰς λαβών», Ξεν.)
3. αυτός που ρέπει στις σαρκικές απολαύσεις, ο ακόλαστος («ἔθαψαν τὸν λαὸν τὸν ἐπιθυμητήν», ΠΔ).
Greek Monotonic
ἐπιθῡμητής: -οῦ, ὁ,
1. κάποιος που λαχταρά ή επιθυμεί κάτι, με γεν., σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. απόλ., ένθερμος φίλος ενός πράγματος, οπαδός, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιθῡμητής: οῦ ὁ
1) (страстный) любитель, ревнитель, поклонник (σοφίας Plat.; πολέμου Arst.): τιμῆς ἐ. Plat. честолюбец; νεωτέρων ἔργων ἐ. Her. любитель новизны, перемен; ἐ. κακῶν NT человек с дурными наклонностями;
2) сторонник, последователь (sc. Σωκράτους Xen.).