ἐπιγνωρίζω: Difference between revisions

From LSJ

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιγνωρίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[γνωστοποιώ]] [[κάτι]] με [[σημεία]], [[αναγγέλλω]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐπιγνωρίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[γνωστοποιώ]] [[κάτι]] με [[σημεία]], [[αναγγέλλω]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιγνωρίζω:''' давать знать, указывать (ἀληθῆ εἶναι [[ταῦτα]] Xen.).
}}
}}

Revision as of 20:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιγνωρίζω Medium diacritics: ἐπιγνωρίζω Low diacritics: επιγνωρίζω Capitals: ΕΠΙΓΝΩΡΙΖΩ
Transliteration A: epignōrízō Transliteration B: epignōrizō Transliteration C: epignorizo Beta Code: e)pignwri/zw

English (LSJ)

   A make known, announce, signify, ἀληθῆ εἶναι ταῦτα X.Cyn.6.23:—Pass., Sm.Pr.20.11.    II. recognize, J.AJ19.3.1.

German (Pape)

[Seite 933] bekannt machen, kund thun, Xen. Cyn. 6, 23, mit acc. c. inf., u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιγνωρίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, καθιστῶ τι γνωστὸν διὰ σημείων, ἐπιγνωρίζουσαι (αἱ κύνες) ἀληθῆ εἶναι ταῦτα Ξεν. Κυν. 6. 23.

French (Bailly abrégé)

faire connaître, avec prop. inf..
Étymologie: ἐπί, γνωρίζω.

Greek Monolingual

ἐπιγνωρίζω (AM)
καθιστώ γνωστό κάτι, ανακοινώνω
αρχ.
αναγνωρίζω.

Greek Monotonic

ἐπιγνωρίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, γνωστοποιώ κάτι με σημεία, αναγγέλλω, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιγνωρίζω: давать знать, указывать (ἀληθῆ εἶναι ταῦτα Xen.).