ἐπιμίξ: Difference between revisions
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιμίξ:''' Επικ. επίρρ. ([[ἐπιμίγνυμι]]), συγκεχυμένα, ανακατωμένα, pêle-mêle, σε Όμηρ. | |lsmtext='''ἐπιμίξ:''' Επικ. επίρρ. ([[ἐπιμίγνυμι]]), συγκεχυμένα, ανακατωμένα, pêle-mêle, σε Όμηρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιμίξ:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> вперемешку, в смятении (ἵπποι τε καὶ [[ἄνδρες]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> беспорядочно, без разбора (ἐ. μαίνεται [[Ἄρης]] Hom.): ἐ. κτείνονται Hom. (ахейцы) падают среди общей свалки. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:32, 31 December 2018
English (LSJ)
Ep. Adv.
A mixedly, confusedly, pell-mell, ἐ. ἵπποι τε καὶ αὐτοί Il.11.525, cf. 21.16; ἐ. δέ τε μαίνεται Ἄρης Ares rages without respect of persons, Od.11.537; ἐ. κτείνονται Il.14.60: in later Prose, LXX Wi.14.25.
German (Pape)
[Seite 963] vermischt, durch einander, gemengt, ohne Unterschied durch einander, ἐπιμίξ, ἵπποι τε καὶ αὐτοί Il. 11, 525, κτείνονται ἐπιμίξ 14, 60, ἐπιμὶξ μαίνεται Ἄρης, ohne Unterschied zu machen wüthet Ares gegen den Einen wie gegen den Andern, Od. 11, 537. – Sp., wie Aristaen. 1, 1. – Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 298.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμίξ: Ἐπικ. ἐπίρρ. (ἐπιμίγνυμι), ἀναμίξ, ἐπιμὶξ ἵπποι τε καὶ αὐτοί, «ἀναμεμιγμένοι» (Σχόλ.), Ἰλ. Λ. 525, Φ. 16· ἐπιμὶξ δέ τε μαίνεται Ἄρης, ὁ Ἄρης μαίνεται ἄνευ διακρίσεως προσώπων, Ὀδ. Λ. 537· κτείνονται ἐπιμὶξ Ἰλ. Ξ. 60: ― ὡσαύτως παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Σοφ. Σολομ. ΙΔϳ, 25).
French (Bailly abrégé)
adv.
confusément, pêle-mêle.
Étymologie: ἐπί, μίγνυμι.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ἐπιμίξ (Α) επιμίγνυμι
επίρρ. ανάμικτα, χωρίς διάκριση («ἐπιμίξ, ἵπποι τε καὶ αὐτοί», Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
ἐπιμίξ: Επικ. επίρρ. (ἐπιμίγνυμι), συγκεχυμένα, ανακατωμένα, pêle-mêle, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιμίξ: adv.
1) вперемешку, в смятении (ἵπποι τε καὶ ἄνδρες Hom.);
2) беспорядочно, без разбора (ἐ. μαίνεται Ἄρης Hom.): ἐ. κτείνονται Hom. (ахейцы) падают среди общей свалки.