ἐπιμύζω: Difference between revisions

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιμύζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[μουρμουρίζω]], [[γκρινιάζω]] στα [[λόγια]] κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἐπιμύζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[μουρμουρίζω]], [[γκρινιάζω]] στα [[λόγια]] κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιμύζω:''' (в ответ на что-л.) роптать, недовольно бормотать: ὣς ἔφαθ᾽, αἱ δ᾽ ἐπέμυξαν Hom. так сказал (Зевс), (Афина же и Гера) возроптали.
}}
}}

Revision as of 20:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμύζω Medium diacritics: ἐπιμύζω Low diacritics: επιμύζω Capitals: ΕΠΙΜΥΖΩ
Transliteration A: epimýzō Transliteration B: epimyzō Transliteration C: epimyzo Beta Code: e)pimu/zw

English (LSJ)

   A murmur or mutter at another's words, αἱ δ' ἐπέμυξαν Il. 4.20 (also expld. as = ἐμυκτήρισαν, Trypho Trop.p.205S.):—Med., ἐπεμύξατο Hsch.

German (Pape)

[Seite 964] (s. μύζω), dazu stöhnen, murren, Ausdruck des Unwillens, αἱ δ' ἐπέμυξαν Il. 4, 20. 8, 457, von einem unartikulirten, mit geschlossenen Lippen hervorgebrachten Laut, VLL. ἐπιμυκτηρίζω. – Das med. ἐπεμύξατο erkl. Hesych. ἐπεστέναξεν.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμύζω: κάμνω διὰ τῶν μυκτήρων τὸν ἦχον μῦ μῦ, «μουρμουρίζω» εἰς τὸ τέλος ὁμιλίας τινός, ὡς ἔφαθ’· αἱ δ’ ἐπέμυξαν Ἀθηναίη τε καὶ Ἥρη, «δυσανασχετοῦσαι ἐπεμυκτήρισαν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Δ. 20, Θ. 457. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐπιμύζει· ἐπιστενάζει, ἐπιγογγύζει». ― Μέσ. ἐπεμύξατο· «ἐπεστέναξεν, ἐπεγόγγυσεν» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐπέμυξα;
murmurer contre.
Étymologie: ἐπί, μύζω.

English (Autenrieth)

(μύζω, ‘say μῦ’), aor. ἐπέμῦξαν: mutter, murmur at. (Il.)

Greek Monolingual

ἐπιμύζω (Α)
μουρμουρίζω, στενάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μύζω «μουρμουρίζω»].

Greek Monotonic

ἐπιμύζω: μέλ. -ξω, μουρμουρίζω, γκρινιάζω στα λόγια κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιμύζω: (в ответ на что-л.) роптать, недовольно бормотать: ὣς ἔφαθ᾽, αἱ δ᾽ ἐπέμυξαν Hom. так сказал (Зевс), (Афина же и Гера) возроптали.