ἐπικάλυμμα: Difference between revisions
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
(13) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[ἐπικάλυμμα]]) [[επικαλύπτω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />εξωτερικό [[σκέπασμα]], [[κάλυμμα]] της επιφάνειας, [[επένδυση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάλυμμα]], [[μέσο]] συγκαλύψεως («[[πλοῦτος]] πολλῶν ἐπικάλυμμά ἐστι κακῶν», Μέν.)<br /><b>2.</b> (για το [[σώμα]]) [[οτιδήποτε]] καλύπτει ένα [[άνοιγμα]]. | |mltxt=το (Α [[ἐπικάλυμμα]]) [[επικαλύπτω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />εξωτερικό [[σκέπασμα]], [[κάλυμμα]] της επιφάνειας, [[επένδυση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάλυμμα]], [[μέσο]] συγκαλύψεως («[[πλοῦτος]] πολλῶν ἐπικάλυμμά ἐστι κακῶν», Μέν.)<br /><b>2.</b> (για το [[σώμα]]) [[οτιδήποτε]] καλύπτει ένα [[άνοιγμα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπικάλυμμα:''' ατος (ᾰλ) τό<br /><b class="num">1)</b> анат. перепонка, клапан Arst.;<br /><b class="num">2)</b> анат. крышка, щиток: ἐπικαλύμματα τῶν βραγχίων Arst. жаберные крышки;<br /><b class="num">3)</b> перен. покров, пелена, завеса (πολλῶν κακῶν Men.; ἐ. ἔχειν τῆς κακίας τὴν ἐλευθερίαν NT). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:32, 31 December 2018
English (LSJ)
[κᾰ], ατος, τό,
A cover, veil, πλοῦτος πολλῶν ἐ. ἐστιν κακῶν Men.90. II. in animals, covering of any orifice, of the gills of fish, Arist.HA505a1, PA696b3; of the opercula of crabs and other crustacea, Id.HA527b26, 541b26, cf. 530a21.
German (Pape)
[Seite 945] τό, das Darübergedeckte, die Decke, Deckmantel, Menand. Stob. fl. 91, 19. Bei Arist. H. A. 5, 7 heißt der Krebsschwanz so.
English (Thayer)
ἐπικαλυμτος, τό (ἐπικαλύπτω), a covering, veil; properly, in the Sept.: Complutensian (cf. 39:21 Tdf.); metaphorically, equivalent to a pretext, cloak: τῆς κακίας, πλοῦτος δέ πολλῶν ἐπικαλυμμ' ἐστι κακῶν, Menander quoted in Stobaeus, flor. 91,19 (iii. 191, Gaisf. edition); quaerentes libidinibus suis patrocinium et velamentum, Seneca, vita beata 12).
Greek Monolingual
το (Α ἐπικάλυμμα) επικαλύπτω
νεοελλ.
εξωτερικό σκέπασμα, κάλυμμα της επιφάνειας, επένδυση
αρχ.
1. κάλυμμα, μέσο συγκαλύψεως («πλοῦτος πολλῶν ἐπικάλυμμά ἐστι κακῶν», Μέν.)
2. (για το σώμα) οτιδήποτε καλύπτει ένα άνοιγμα.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικάλυμμα: ατος (ᾰλ) τό
1) анат. перепонка, клапан Arst.;
2) анат. крышка, щиток: ἐπικαλύμματα τῶν βραγχίων Arst. жаберные крышки;
3) перен. покров, пелена, завеса (πολλῶν κακῶν Men.; ἐ. ἔχειν τῆς κακίας τὴν ἐλευθερίαν NT).