ἐπιχλευάζω: Difference between revisions

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιχλευάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[κοροϊδεύω]], [[περιγελώ]], <i>τι</i>, σε Πλούτ.· [[μιλώ]] περιφρονητικά, σε Βάβρ.
|lsmtext='''ἐπιχλευάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[κοροϊδεύω]], [[περιγελώ]], <i>τι</i>, σε Πλούτ.· [[μιλώ]] περιφρονητικά, σε Βάβρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιχλευάζω:''' издеваться, глумиться, осмеивать (Luc., Babr.; τινί и τι Plut.).
}}
}}

Revision as of 20:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιχλευάζω Medium diacritics: ἐπιχλευάζω Low diacritics: επιχλευάζω Capitals: ΕΠΙΧΛΕΥΑΖΩ
Transliteration A: epichleuázō Transliteration B: epichleuazō Transliteration C: epichlevazo Beta Code: e)pixleua/zw

English (LSJ)

   A jeer, abs., Ph.1.193,426, al.: c. acc., make a mock of, τι Plu.Num.22 ; τινα App.Syr.53 ; mock at, τινὶ ὅτι.. Plu.2.93b ; say scornfully, κερδὼ δ' ἐπεχλεύαζεν ὡς.. Babr.82.4, cf. Ph.2.436.

German (Pape)

[Seite 1004] verspotten, verhöhnen, τί, καὶ καθυβρίζειν Plut. Num. 22; καὶ ἐπιγελάω Luc. gymn. 13; Sp. τινί, wie Heliod. 6, 12; absolut, Babr. 82, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχλευάζω: ἐμπαίζω, περιπαίζω, τι Πλουτ. Νουμ. 22· τινὰ Ἀππ. Συρ. 53· περιγελῶ τινα, τινι ὅτι... Πλούτ. 2. 93B· λέγω περιφρονητικῶς, κερδὼ δ’ ἐπεχλεύαζεν ὡς... Βαβρ. 82. 4.

French (Bailly abrégé)

se moquer de.
Étymologie: ἐπί, χλευάζω.

Greek Monolingual

ἐπιχλευάζω (Α)
1. χλευάζω, κοροϊδεύω κάποιον ή κάτι
2. λέω περιφρονητικά.

Greek Monotonic

ἐπιχλευάζω: μέλ. -σω, κοροϊδεύω, περιγελώ, τι, σε Πλούτ.· μιλώ περιφρονητικά, σε Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιχλευάζω: издеваться, глумиться, осмеивать (Luc., Babr.; τινί и τι Plut.).