ἐπιτάκτης: Difference between revisions
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
(14) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιτάκτης]], ό (AM) [[επιτάσσω]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που διατάσσει, ο [[επιτακτήρ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[επιτακτικός]], [[δεσποτικός]] (ως μετφρ. του λατ. imperiosus). | |mltxt=[[ἐπιτάκτης]], ό (AM) [[επιτάσσω]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που διατάσσει, ο [[επιτακτήρ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[επιτακτικός]], [[δεσποτικός]] (ως μετφρ. του λατ. imperiosus). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιτάκτης:''' ου adj. m повелительный, властный, умеющий повелевать (перевод лат. Imperiosus, [[agnomen]] Манлия Торквата у Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A commander, Gp.17.2.4 : used to transl. Lat. Imperiosus, the surname of Manlius Torquatus, Plu. 2.308e.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτάκτης: -ου, ὁ, ὁ ἐπιτάσσων, Γεωπ. 17. 2, 4· ἐν χρήσει πρὸς μετάφρασιν τοῦ Λατ. Imperiosus, ὅπερ ἦν ἐπώνυμον τοῦ Μανλίου ἢ Μαλλίου Τορκουάτου, Πλούτ. 2. 308Ε.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
l’Impérieux (T. Manlius Torquatus).
Étymologie: cf. ἐπιτακτήρ.
Spanish
Greek Monolingual
ἐπιτάκτης, ό (AM) επιτάσσω
μσν.
αυτός που διατάσσει, ο επιτακτήρ
αρχ.
επιτακτικός, δεσποτικός (ως μετφρ. του λατ. imperiosus).
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτάκτης: ου adj. m повелительный, властный, умеющий повелевать (перевод лат. Imperiosus, agnomen Манлия Торквата у Plut.).