ἐρίθακος: Difference between revisions

2
(14)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐρίθακος]], ὁ (AM)<br />Ι. ωδικό [[πτηνό]] που μαθαίνει να ψελλίζει λέξεις όπως ο [[παπαγάλος]]<br />ονομάζεται και [[εριθεύς]], [[ερίθυλος]], [[φοινίκουρος]] (κν. [[πετρίτης]])<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «οὐ τρέφει μία [[λόχμη]] δύο ἐριθάκους» — γι’ αυτούς που προσπαθούν να κερδίσουν από μικρά πράγματα (Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[έριθος]]. Εμφανίζει δύο παράλληλους τ.: [[εριθεύς]] και [[ερίθυλος]]].
|mltxt=[[ἐρίθακος]], ὁ (AM)<br />Ι. ωδικό [[πτηνό]] που μαθαίνει να ψελλίζει λέξεις όπως ο [[παπαγάλος]]<br />ονομάζεται και [[εριθεύς]], [[ερίθυλος]], [[φοινίκουρος]] (κν. [[πετρίτης]])<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «οὐ τρέφει μία [[λόχμη]] δύο ἐριθάκους» — γι’ αυτούς που προσπαθούν να κερδίσουν από μικρά πράγματα (Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[έριθος]]. Εμφανίζει δύο παράλληλους τ.: [[εριθεύς]] και [[ερίθυλος]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρίθακος:''' v. l. ἐριθακός ὁ эритак (птица, способная перенимать человеческую речь) Arst.
}}
}}