εὐήρυτος: Difference between revisions

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐήρῠτος:''' -ον ([[ἀρύω]]), αυτός που αντλείται εύκολα, σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''εὐήρῠτος:''' -ον ([[ἀρύω]]), αυτός που αντλείται εύκολα, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐήρῠτος:''' легко вычерпываемый ([[ὕδωρ]] HH).
}}
}}

Revision as of 21:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐήρῠτος Medium diacritics: εὐήρυτος Low diacritics: ευήρυτος Capitals: ΕΥΗΡΥΤΟΣ
Transliteration A: euḗrytos Transliteration B: euērytos Transliteration C: evirytos Beta Code: eu)h/rutos

English (LSJ)

ον, (ἀρύω A)

   A good to draw, ὕδωρ h.Cer.106.

Greek (Liddell-Scott)

εὐήρῠτος: -ον, (ἀρύω) ὁ ῥᾳδίως ἀντλούμενος, ὕδωρ Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 106.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à puiser.
Étymologie: εὖ, ἀρύω.

Greek Monolingual

εὐήρυτος, -ον (Α)
αυτός που αντλείται εύκολα («εὐήρυτον ὕδωρ», Ομ. Ύμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ήρυτος < αρύω «αντλώ»].

Greek Monotonic

εὐήρῠτος: -ον (ἀρύω), αυτός που αντλείται εύκολα, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

εὐήρῠτος: легко вычерпываемый (ὕδωρ HH).