εὐδιάφθαρτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
(14)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐδιάφθαρτος]], -ον (Α)<br />αυτός που καταστρέφεται, που αφανίζεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>διαφθαρτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[διαφθείρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>διάφθαρτος</i>, <i>δυσ</i>-<i>διάφθαρτος</i>].
|mltxt=[[εὐδιάφθαρτος]], -ον (Α)<br />αυτός που καταστρέφεται, που αφανίζεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>διαφθαρτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[διαφθείρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>διάφθαρτος</i>, <i>δυσ</i>-<i>διάφθαρτος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐδιάφθαρτος:''' Plat. = [[εὐδιάφθορος]].
}}
}}

Revision as of 21:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδιάφθαρτος Medium diacritics: εὐδιάφθαρτος Low diacritics: ευδιάφθαρτος Capitals: ΕΥΔΙΑΦΘΑΡΤΟΣ
Transliteration A: eudiáphthartos Transliteration B: eudiaphthartos Transliteration C: evdiafthartos Beta Code: eu)dia/fqartos

English (LSJ)

ον,

   A easily spoiled, Pl.Lg.845d.

German (Pape)

[Seite 1062] leicht zu verderben, leicht verderbend, ὕδωρ, Plat. Legg. VIII, 845 d.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδιάφθαρτος: -ον, = τῷ ἑπομ., Πλάτ. Νομ. 845D.

Greek Monolingual

εὐδιάφθαρτος, -ον (Α)
αυτός που καταστρέφεται, που αφανίζεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -διαφθαρτος (< διαφθείρω), πρβλ. α-διάφθαρτος, δυσ-διάφθαρτος].

Russian (Dvoretsky)

εὐδιάφθαρτος: Plat. = εὐδιάφθορος.