εὐδιάβατος: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐδιάβᾰτος:''' -ον, [[ευκολοπέραστος]], ευκολοδιάβατος, [[ποταμός]], σε Ξεν.
|lsmtext='''εὐδιάβᾰτος:''' -ον, [[ευκολοπέραστος]], ευκολοδιάβατος, [[ποταμός]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐδιάβᾰτος:''' легко переходимый, удобный для переправы ([[ποταμός]] Xen., Plut.).
}}
}}