εὐθυρρημοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
(15)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐθυρρημοσύνη]], ἡ (Α) [[ευθυρρήμων]]<br />η [[ευθύτητα]] του λόγου, η [[παρρησία]].
|mltxt=[[εὐθυρρημοσύνη]], ἡ (Α) [[ευθυρρήμων]]<br />η [[ευθύτητα]] του λόγου, η [[παρρησία]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐθυρρημοσύνη:''' ἡ прямота, откровенность Sext.
}}
}}

Revision as of 21:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθυρρημοσύνη Medium diacritics: εὐθυρρημοσύνη Low diacritics: ευθυρρημοσύνη Capitals: ΕΥΘΥΡΡΗΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: euthyrrēmosýnē Transliteration B: euthyrrēmosynē Transliteration C: efthyrrimosyni Beta Code: eu)qurrhmosu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A plainness of speech, Phld.Rh.2.281 S., M.Ant.11.6, S.E.M.2.22.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθυρρημοσύνη: ἡ, παρρησία λόγου, τὸ λαλεῖν ἄνευ ὑπεκφυγῶν ἢ συστολῆς, εὐθυέπεια, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 2. 72.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
franchise.
Étymologie: εὐθυρρήμων.

Greek Monolingual

εὐθυρρημοσύνη, ἡ (Α) ευθυρρήμων
η ευθύτητα του λόγου, η παρρησία.

Russian (Dvoretsky)

εὐθυρρημοσύνη: ἡ прямота, откровенность Sext.