εὐφυής: Difference between revisions
ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.
(4) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐφυής:''' -ές ([[φυή]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[καλοαναθρεμμένος]], [[ευτραφής]], καλοσχηματισμένος, όμορφος, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτός που έχει [[καλή]] [[διάθεση]] εκ φύσεως, [[ευφυής]], [[έξυπνος]], σε Ξεν.· λέγεται για άλογα και σκύλους, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[φυσικά]] προσαρμοσμένος, [[ταιριαστός]] ή ευπροσάρμοστος, προσαρμόσιμος, <i>εἴς</i> ή [[πρός]] τι, σε Πλάτ.· με απαρ., <i>εὐφυὴς λέγειν</i>, σε Αισχίν.· επίρρ. [[εὐφυῶς]], σε Δημ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για θετικά [[φυσικά]] χαρίσματα, [[έξυπνος]], σε Αριστ.· επίρρ. [[εὐφυῶς]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''εὐφυής:''' -ές ([[φυή]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[καλοαναθρεμμένος]], [[ευτραφής]], καλοσχηματισμένος, όμορφος, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτός που έχει [[καλή]] [[διάθεση]] εκ φύσεως, [[ευφυής]], [[έξυπνος]], σε Ξεν.· λέγεται για άλογα και σκύλους, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[φυσικά]] προσαρμοσμένος, [[ταιριαστός]] ή ευπροσάρμοστος, προσαρμόσιμος, <i>εἴς</i> ή [[πρός]] τι, σε Πλάτ.· με απαρ., <i>εὐφυὴς λέγειν</i>, σε Αισχίν.· επίρρ. [[εὐφυῶς]], σε Δημ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για θετικά [[φυσικά]] χαρίσματα, [[έξυπνος]], σε Αριστ.· επίρρ. [[εὐφυῶς]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐφῠής:''' <b class="num">1)</b> разросшийся ([[κλάδος]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> высокий ([[πτελέη]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> хорошо развитой, мощный (μηροί Hom.);<br /><b class="num">4)</b> цветущий, полный или красивый ([[πρόσωπον]] Eur.);<br /><b class="num">5)</b> стройный, изящный (χορείας [[βάσις]] Arph.);<br /><b class="num">6)</b> (тж. τῇ φύσει εὐ. Arst.) одаренный от природы хорошими качествами, хорошей породы (ἵπποι Xen.; κύνες Arst.);<br /><b class="num">7)</b> одаренный, способный, даровитый ([[ποιητής]] Plut.; πρός τι Plat., Isocr., Plut., εἴς τι Plat. и ποιεῖν τι Aeschin.): οἱ ευφυεῖς τὰ σώματα καὶ τὰς ψυχάς Plat. одаренные в физическом и духовном отношениях;<br /><b class="num">8)</b> благоприятный, удобный, пригодный (καιρὸς εὐ. πρός τι Arst., Polyb.; [[τόπος]] εὐ. παρατάξαι φάλαγγα Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ές, (φυή)
A well-grown, shapely, μηροί Il.4.147; πτελέη 21.243; κλάδος, of ivy, E.Fr.88; πρόσωπον Id.Med.1198; ὀδόντες Alex. 98.20; μαζοί AP5.55 (Diosc.); suitably formed, πόδες Arist.PA691b15; χορείας εὐφυὴς βάσις well-ordered, graceful, Ar.Th.968 (lyr.). II of good natural disposition, X.Mem.1.6.13, al., Arist. EN1114b8, Thphr. Char.29.4; of horses and dogs, X.Mem.4.1.3 (Sup.), Jul. Or.2.87a. 2 naturally suited or adapted, πρός τι Pl.R.455b; πρὸς τὰς τέχνας Isoc.4.33 (Sup.); εἴς τι Pl.Prt.327b (Sup.); οὐκ εὐ. λέγειν Aeschin.1.181; εὐ. τὰ σώματα καὶ τὰς ψυχάς Pl.R.409e; -έστατος τὴν γνώμην Isoc.9.41: rarely in bad sense, εὐ. πρὸς ἀγονίαν Arist. GA 748b8. Adv., εὐφυῶς ἔχει c. inf., Id.Pol.1321a9; εὐ. ἔχειν πρὸς . . ib. 1303b8: Comp. -έστερον, ἔχειν D.61.42; also -εστέρως Hierocl. p.27A. 3 of place, well situated, Arist. PA666a14 (Sup.); of time, καιρὸς εὐ. πρὸς σωτηρίαν Plb.1.19.12. Adv. -ῶς, κεῖσθαι πρὸς... Arist. Pol.1327a33. III naturally clever, like εὐτράπελος, euphem. for βωμολόχος, Isoc.7.49, 15.284; σοφιστὴς εὐ. Alex.36.4, cf. 135.13; εὐφυής a man of genius, Arist. Po.1455a32, cf. Rh.1390b28; opp. γεγυμνασμένος, ib.1410b8; of hounds, Id.HA608a27 (Comp.). Adv. εὐφυῶς cleverly, skilfully, Pl.R.401c; κολακεύειν Antiph.144.2; ὀψοποιεῖν Alex.24.1.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui pousse bien :
1 bien venu, fort, vigoureux;
2 heureusement né, qui a d’heureuses dispositions ; οἱ εὐφυεῖς les gens d’esprit;
Cp. εὐφυέστερος, Sp. εὐφυέστατος.
Étymologie: εὖ, φύω.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐφυής, -ές)
αυτός που έχει οξεία αντίληψη, μεγάλη πνευματική ικανότητα, εύστροφος, έξυπνος («η σκέψη του ήταν ευφυέστατη»)
μσν.
ταιριαστός
αρχ.
1. αυτός που έχει καλή διάπλαση, καλοφτιαγμένος, καλοσχηματισμένος («πόδας εὐφυεῑς», Αριστοτ.)
2. (για πράγματα) καλά ή κατάλληλα σχηματισμένος, καλοκατασκευασμένος, χαριτωμένος («πρῶτον εὐκύκλου χορείας εὐφυᾱ στῆσαι βάσιν» — κατ' αρχάς θα χορέψουν σε ωραίο κύκλο με κατάλληλο, χαριτωμένο βηματισμό, Αριστοφ.)
3. αυτός που έχει καλή προδιάθεση, που αρμόζει από τη φύση του σε κάτι, κατάλληλος για κάτι («οὕτως ἔλεγες τὸν μὲν εὐφυῆ πρός τι εἶναι, τὸν δὲ ἀφυῆ», Πλάτ.)
4. (για τόπο ή χρόνο) ευνοϊκός, κατάλληλος (α. «εὐφυέστατος δὲ τῶν τόπων ὁ μέσος», Αριστοτ.
β. «νομίσας ἔχειν εὐφυῆ καιρὸν πρὸς σωτηρίαν», Πολ.)
5. (κατ' ευφ.) προικισμένος με οξύ νου, οξύνους, εφευρετικός («καὶ τοὺς εὐτραπέλους δὲ καὶ σκώπτειν δυναμένους, οὕς νῡν εὐφυεῑς προσαγορεύουσιν, ἐκεῑνοι δυστυχεῑς ἐνόμιζον», Ισοκρ.)
6. αυτός που έχει μεγάλες πνευματικές ικανότητες, ιδιοφυής ή μεγαλοφυής («εὐφυοῡς ἡ ποιητική ἐστιν ἢ μανικοῡ», Αριστοτ.). Επιρρ. ευφυώς (ΑΜ εὐφυῶς)
έξυπνα, κατάλληλα, επιδέξια (α. «απάντησε ευφυώς» β. «τοὺς δημιουργοὺς τοὺς εὐφυῶς δυναμένους ἰχνεύειν τὴν τοῡ καλοῡ φύσιν», Πλάτ.)
μσν.-αρχ.
αρμόδια, κατάλληλα
αρχ.
(για τόπο) κατάλληλα, ευνοϊκά («εὐφυώς κείμενα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -φυής (< φυή ή φύος < φύομαι «γίνομαι μεγάλος, προκόβω, προοδεύω»), πρβλ. αυτο-φυής, ιδιο-φυής].
Greek Monotonic
εὐφυής: -ές (φυή),·
I. καλοαναθρεμμένος, ευτραφής, καλοσχηματισμένος, όμορφος, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
II. 1. αυτός που έχει καλή διάθεση εκ φύσεως, ευφυής, έξυπνος, σε Ξεν.· λέγεται για άλογα και σκύλους, στον ίδ.
2. φυσικά προσαρμοσμένος, ταιριαστός ή ευπροσάρμοστος, προσαρμόσιμος, εἴς ή πρός τι, σε Πλάτ.· με απαρ., εὐφυὴς λέγειν, σε Αισχίν.· επίρρ. εὐφυῶς, σε Δημ.
III. λέγεται για θετικά φυσικά χαρίσματα, έξυπνος, σε Αριστ.· επίρρ. εὐφυῶς, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
εὐφῠής: 1) разросшийся (κλάδος Eur.);
2) высокий (πτελέη Hom.);
3) хорошо развитой, мощный (μηροί Hom.);
4) цветущий, полный или красивый (πρόσωπον Eur.);
5) стройный, изящный (χορείας βάσις Arph.);
6) (тж. τῇ φύσει εὐ. Arst.) одаренный от природы хорошими качествами, хорошей породы (ἵπποι Xen.; κύνες Arst.);
7) одаренный, способный, даровитый (ποιητής Plut.; πρός τι Plat., Isocr., Plut., εἴς τι Plat. и ποιεῖν τι Aeschin.): οἱ ευφυεῖς τὰ σώματα καὶ τὰς ψυχάς Plat. одаренные в физическом и духовном отношениях;
8) благоприятный, удобный, пригодный (καιρὸς εὐ. πρός τι Arst., Polyb.; τόπος εὐ. παρατάξαι φάλαγγα Plut.).