ἔφαλος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔφᾰλος:''' -ον (ἅλς), [[παραλιακός]], [[παράλιος]], λέγεται για λιμάνια, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
|lsmtext='''ἔφᾰλος:''' -ον (ἅλς), [[παραλιακός]], [[παράλιος]], λέγεται για λιμάνια, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔφᾰλος:''' [ἅλς I]<br /><b class="num">1)</b> приморский ([[πτολίεθρον]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> находящийся на берегу моря (κλισίαι Soph.).<br /><b class="num">II</b> ἡ (sc. γῆ) берег, побережье, взморье Luc.
}}
}}

Revision as of 21:21, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔφᾰλος Medium diacritics: ἔφαλος Low diacritics: έφαλος Capitals: ΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: éphalos Transliteration B: ephalos Transliteration C: efalos Beta Code: e)/falos

English (LSJ)

ον, (ἅλς B)

   A on the sea, of seaports, Κήρινθόν τ' ἔφαλον Il.2.538, cf. 584, S.Aj.190 (lyr.); οἰκία Philostr.Im.1.12; ἡ ἔ. (sc. γῆ) the coast, Luc.Am.7.

German (Pape)

[Seite 1112] am Meere, am Meeresufer gelegen; von Städten, Il. 2, 538. 584; κλισίαι Soph. Ai. 190; ἡ ἔφαλος, sc. γῆ, die Küste, Luc. Amor. 7; – auf dem Meere, ναῦς, Meerschiff, Posidipp. bei Ath. XIII, 596 f.

Greek (Liddell-Scott)

ἔφᾰλος: -ον, (ἅλς) ὁ παρὰ τὴν θάλασσαν κείμενος, παράλιος, ἐπὶ λιμένων. Κήρινθόν τ’ ἔφαλον Ἰλ. Β. 538, πρβλ. 584, Σοφ. Αἴ. 192· ἡ ἔφ. (δηλ. γῆ), ἡ παραλία, Λουκ. Ἔρωτ. 7. ΙΙ. ἐπὶ πλοίων, Ποσείδιππ. παρ’ Ἀθην. 596D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
situé près de la mer, maritime.
Étymologie: ἐπί, ἅλς¹.

English (Autenrieth)

(ἅλς): situated on the sea, epith. of maritime cities, Il. 2.538, 584. (Il.)

Greek Monolingual

ἔφαλος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα, ο παράλιος (α. «Κήρινθόν τ' ἔφαλον», Ομ. Ιλ.
β. «ἔφαλος οἰκία», Φιλόστρ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἔφαλος (ενν. γῆ)
η παραλία, η ακτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -άλος (< ἅλς «θάλασσα»), πρβλ. αμφί-αλος, πάρ-αλος].

Greek Monotonic

ἔφᾰλος: -ον (ἅλς), παραλιακός, παράλιος, λέγεται για λιμάνια, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἔφᾰλος: [ἅλς I]
1) приморский (πτολίεθρον Hom.);
2) находящийся на берегу моря (κλισίαι Soph.).
II ἡ (sc. γῆ) берег, побережье, взморье Luc.