ἐφάπαξ: Difference between revisions

From LSJ

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
(4)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐφάπαξ:''' επίρρ.:<br /><b class="num">I.</b> [[άπαξ]] μόνο, μια [[φορά]] μόνο, σε Καινή Διαθήκη κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[αμέσως]], [[παραχρήμα]], την [[ίδια]] την [[στιγμή]] που γίνεται [[λόγος]] για [[κάτι]], [[παρευθύς]], στο ίδ.
|lsmtext='''ἐφάπαξ:''' επίρρ.:<br /><b class="num">I.</b> [[άπαξ]] μόνο, μια [[φορά]] μόνο, σε Καινή Διαθήκη κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[αμέσως]], [[παραχρήμα]], την [[ίδια]] την [[στιγμή]] που γίνεται [[λόγος]] για [[κάτι]], [[παρευθύς]], στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐφάπαξ:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> раз навсегда NT;<br /><b class="num">2)</b> сразу, одновременно NT;<br /><b class="num">3)</b> один раз, однажды NT.
}}
}}

Revision as of 21:26, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφάπαξ Medium diacritics: ἐφάπαξ Low diacritics: εφάπαξ Capitals: ΕΦΑΠΑΞ
Transliteration A: ephápax Transliteration B: ephapax Transliteration C: efapaks Beta Code: e)fa/pac

English (LSJ)

[ᾰπ], Adv.

   A once for all, Eup. 175, Ep.Rom.6.10, Ep.Hebr. 7.27, etc.    II at once, Ep.Cor.15.6.

German (Pape)

[Seite 1112] für einmal, auf einmal, Sp., wie Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφάπαξ: Ἐπίρρ., ἅπαξ μόνον, μίαν φορὰν μόνον, Εὔπολις ἐν «Κόλαξιν» Α. Β. 96. 17, Ἐπιστ. π. Ρωμ. ς΄, 10, π. Ἑβρ. ζ΄, 27, κτλ. ΙΙ. παρευθύς, Ἐπιστ. Α΄, π. Κορ. ιε΄, 6.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 une fois pour toutes;
2 pour une fois NT.
Étymologie: ἐπί, ἅπαξ.

English (Strong)

from ἐπί and ἅπαξ; upon one occasion (only): (at) once (for all).

English (Thayer)

(Treg. in Heb. ἐφ' ἅπαξ; cf. Lipsius, gram. Unters., p. 127), adverb (from ἐπί and ἅπαξ (cf. Winer s Grammar, 422 (393); Buttmann, 321 (275))), once; at once i. e.
a. our all at once: once for all: Lucian, Dio Cassius, others.)

Greek Monolingual

ἐφάπαξ)
επίρρ. για μια φορά, μια και καλή, μια για πάντα («τοῡτο γὰρ ἐποίησεν [ο Ιησούς] ἐφάπαξ ἑαυτὸν ἀνενέγκας», ΚΔ)
νεοελλ.
1. (για χρηματικά ποσά) σε μία μόνο δόση, για μια φορά, κυρίως για χρηματική παροχή σε υπάλληλο που εξέρχεται από την υπηρεσία του («θα πάρει σύνταξη και επτακόσιες χιλιάδες εφάπαξ»)
2. (ως ουσ. με άρθρο) το εφάπαξ
το καθορισμένο από τον νόμο χρηματικό ποσό που παίρνει ύστερα από πολυετή υπηρεσία ο υπάλληλος που αποχωρεί λόγω ορίου ηλικίας ή για άλλη αιτία («με το εφάπαξ θα αγοράσω ένα αυτοκίνητο»)
αρχ.
αμέσως, συγχρόνως, την ίδια στιγμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἅπαξ.

Greek Monotonic

ἐφάπαξ: επίρρ.:
I. άπαξ μόνο, μια φορά μόνο, σε Καινή Διαθήκη κ.λπ.
II. αμέσως, παραχρήμα, την ίδια την στιγμή που γίνεται λόγος για κάτι, παρευθύς, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐφάπαξ: adv.
1) раз навсегда NT;
2) сразу, одновременно NT;
3) один раз, однажды NT.