ᾑρέθην: Difference between revisions

From LSJ
(4)
(2b)
 
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ᾑρέθην:''' Παθ. αόρ. αʹ του [[αἱρέω]]· ᾕρει, γʹ ενικ. Ενεργ. παρατ.
|lsmtext='''ᾑρέθην:''' Παθ. αόρ. αʹ του [[αἱρέω]]· ᾕρει, γʹ ενικ. Ενεργ. παρατ.
}}
{{elru
|elrutext='''ᾑρέθην:''' aor. pass. к [[αἱρέω]].
}}
}}

Latest revision as of 21:40, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

ao. Pass. de αἱρέω.

Greek Monotonic

ᾑρέθην: Παθ. αόρ. αʹ του αἱρέω· ᾕρει, γʹ ενικ. Ενεργ. παρατ.

Russian (Dvoretsky)

ᾑρέθην: aor. pass. к αἱρέω.