θειόω: Difference between revisions
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
(4) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θειόω:''' Επικ. [[θεειόω]], μέλ. <i>-ώσω</i> ([[θεῖον]]), [[καπνίζω]] με [[θειάφι]], [[λιβανίζω]] και [[εξαγνίζω]] μέσω [[αυτού]], σε Ομήρ. Οδ.· Μέσ., [[δῶμα]] θεειοῦται, εξαγνίζει τον οίκο του, στο ίδ.· γενικά, [[εξαγνίζω]], [[καθαίρω]], σε Ευρ. | |lsmtext='''θειόω:''' Επικ. [[θεειόω]], μέλ. <i>-ώσω</i> ([[θεῖον]]), [[καπνίζω]] με [[θειάφι]], [[λιβανίζω]] και [[εξαγνίζω]] μέσω [[αυτού]], σε Ομήρ. Οδ.· Μέσ., [[δῶμα]] θεειοῦται, εξαγνίζει τον οίκο του, στο ίδ.· γενικά, [[εξαγνίζω]], [[καθαίρω]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θειόω:''' <b class="num">I</b> эп. [[θεειόω]] [[θεῖον]] II] окуривать серой, очищать серным дымом ([[μέγαρον]], med. [[δῶμα]] Hom.; αἰθέρος μυχόν Eur.).<br /><b class="num">II</b> [[θεῖος]] II] делать божественным, освящать именем богов (τὴν διανομήν Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:44, 31 December 2018
English (LSJ)
Ep. θεειόω, (θεῖον A)
A fumigate with brimstone, ὄφρα θεειώσω μέγαρον Od.22.482; θειώσας τὰς ἀλλοτρίας ἐπινοίας, metaph., from the clothes-cleaner, who used sulphur, Lysipp.4:—Med., δω-μα θεειοῦται he fumigates his house, Od.23.50. 2 purify, hallow, θείου . . θεσμὸν αἰθέρος μυχῶν dub. in E.Hel.866. 3 smear with sulphur, Gal.1.658 (Pass.); ἔριον τεθειωμένον sulphurated, Orib.Fr. 35, Paul.Aeg.3.33. II in Alchemy, sulphurate, Ps.-Democr. ap. Zos.Alch.p.153B. III (θεῖος A) hallow, consecrate, Pl.Lg.771b, Ph.1.374.
German (Pape)
[Seite 1192] (θεῖος), göttlich machen, einem Gotte weihen, Plat. Legg. VI, 771 b u. Sp. ep. θεειόω (θεῖον), schwefeln, mit Schwefel durchräuchern u. reinigen, ὄφρα θεειώσω μέγαρον Od. 22, 482; im med., αὐτὰρ ὁ δῶμα θεειοῦται, er reinigt sich das Haus, 23, 50; als v. l. Eur. Hel. 866. – Nach B. A. 99 auch θεόω, aus Araros belegt.
Greek (Liddell-Scott)
θειόω: Ἐπ. θεειόω, (θεῖον) καπνίζω μὲ θεῖον, καπνίζω καὶ καθαρίζω ἢ ἐξαγνίζω διὰ θείου, ὄφρα θεειώσω μέγαρον Ὀδ. Χ. 482˙ θειώσας τὰς ἀλλοτρίας ἐπινοίας, μεταφ. ἐκ τοῦ γναφέως, ὅστις μετεχειρίζετο θεῖον πρὸς καθαρισμὸν τῶν ἐνδυμάτων, Λύσιππ. Βακχ. 5˙ πρβλ. θεόω ΙΙ. - Μέσ., δῶμα θεειοῦται, καπνίζει τὴν οἰκίαν του διὰ θείου, Ὀδ. Ψ. 50˙ καθόλου, ἐξαγνίζω, ἁγιάζω, θείου... θεσμὸν αἰθέρος μυχῶν Εὐρ. Ἑλ. 866, ἴδε Ἕρμανν. ἐν τόπῳ (882).
French (Bailly abrégé)
1-ῶ :
consacrer aux dieux, acc..
Étymologie: θεῖος¹.
2épq. θεειόω;
-ῶ :
purifier par le soufre;
Moy. θειόομαι-οῦμαι purifier (pour son usage, qch appartenant à soi) par le soufre.
Étymologie: θεῖον².
Greek Monotonic
θειόω: Επικ. θεειόω, μέλ. -ώσω (θεῖον), καπνίζω με θειάφι, λιβανίζω και εξαγνίζω μέσω αυτού, σε Ομήρ. Οδ.· Μέσ., δῶμα θεειοῦται, εξαγνίζει τον οίκο του, στο ίδ.· γενικά, εξαγνίζω, καθαίρω, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
θειόω: I эп. θεειόω θεῖον II] окуривать серой, очищать серным дымом (μέγαρον, med. δῶμα Hom.; αἰθέρος μυχόν Eur.).
II θεῖος II] делать божественным, освящать именем богов (τὴν διανομήν Plut.).