θλαστικός: Difference between revisions
From LSJ
(17) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[θλαστικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που [[είναι]] [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] για [[θλάση]], αυτός που συντρίβει, [[συντριπτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[θλαστικός]] <span style="color: red;"><</span> <i>θλάστ</i>-<i>ης</i> ή <i>θλαστ</i>-<i>ός</i>]. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[θλαστικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που [[είναι]] [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] για [[θλάση]], αυτός που συντρίβει, [[συντριπτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[θλαστικός]] <span style="color: red;"><</span> <i>θλάστ</i>-<i>ης</i> ή <i>θλαστ</i>-<i>ός</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θλαστικός:''' могущий раздавить, мнущий ([[πᾶσα]] πληγὴ διαιρετικόν ἐστιν ἢ θλαστικόν Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A able to crush, crushing, Arist.Pr.884b35.
German (Pape)
[Seite 1212] zum Quetschen, Zerdrücken geschickt.
Greek (Liddell-Scott)
θλαστικός: -ή, -όν, ἱκανὸς πρὸς θλάσιν, συντρίβων, Ἀριστ. Προβλ. 5. 37, 3.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α θλαστικός, -ή, -όν)
αυτός που είναι ικανός ή κατάλληλος για θλάση, αυτός που συντρίβει, συντριπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. θλαστικός < θλάστ-ης ή θλαστ-ός].
Russian (Dvoretsky)
θλαστικός: могущий раздавить, мнущий (πᾶσα πληγὴ διαιρετικόν ἐστιν ἢ θλαστικόν Arst.).