ἱκανότης: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἱκᾰνότης:''' -ητος, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[επάρκεια]], [[αρμοδιότητα]], [[καταλληλότητα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[ικανότητα]], [[επαρκής]] [[αριθμός]], [[παροχή]], στον ίδ. | |lsmtext='''ἱκᾰνότης:''' -ητος, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[επάρκεια]], [[αρμοδιότητα]], [[καταλληλότητα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[ικανότητα]], [[επαρκής]] [[αριθμός]], [[παροχή]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἱκᾰνότης:''' ητος (ῐ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> достаточное количество (παίδων Plat.);<br /><b class="num">2)</b> достаточность, (при)годность, способность, сила (ἱ. [[ἡμῶν]] ἐκ τοῦ θεοῦ NT): οὐδενὸς [[δεόμενος]] κατὰ τὴν ἵκανότητα Plat. ни в чем не нуждающийся в силу (своей) достаточности. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A sufficiency, fitness, Id.Ly.215a. II a sufficiency, παίδων Id.Lg.930c.
Greek (Liddell-Scott)
ἱκανότης: -ητος, ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις ἱκανός, ἁρμόδιος, πρόσφορος, Πλάτ. Λῦσ. 215Α. ΙΙ. ἐπάρκεια, ἐπαρκὴς ἀριθμός, παίδων δὲ ἱκανότης ἀκριβὴς ἄρρην καὶ θήλεια ἔστω τῷ νόμῳ ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 930C.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
suffisance :
1 quantité ou longueur suffisante;
2 aptitude, capacité.
Étymologie: ἱκανός.
English (Strong)
from ἱκανός; ability: sufficiency.
English (Thayer)
ἱκανητος, ἡ, sufficiency, ability or competency to do a thing: Plato, Lysias (p. 215. a.) quoted in Pollux; (others).)
Greek Monotonic
ἱκᾰνότης: -ητος, ἡ,
I. επάρκεια, αρμοδιότητα, καταλληλότητα, σε Πλάτ.
II. ικανότητα, επαρκής αριθμός, παροχή, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἱκᾰνότης: ητος (ῐ) ἡ
1) достаточное количество (παίδων Plat.);
2) достаточность, (при)годность, способность, сила (ἱ. ἡμῶν ἐκ τοῦ θεοῦ NT): οὐδενὸς δεόμενος κατὰ τὴν ἵκανότητα Plat. ни в чем не нуждающийся в силу (своей) достаточности.