καθεψιάομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καθεψιάομαι:''' αποθ., [[εμπαίζω]], [[περιγελώ]], Λατ. illudere, με γεν., σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''καθεψιάομαι:''' αποθ., [[εμπαίζω]], [[περιγελώ]], Λατ. illudere, με γεν., σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰθεψιάομαι:''' насмехаться (τινός Hom.).
}}
}}

Revision as of 22:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθεψιάομαι Medium diacritics: καθεψιάομαι Low diacritics: καθεψιάομαι Capitals: ΚΑΘΕΨΙΑΟΜΑΙ
Transliteration A: kathepsiáomai Transliteration B: kathepsiaomai Transliteration C: kathepsiaomai Beta Code: kaqeyia/omai

English (LSJ)

   A mock at, c. gen., ὡς σέθεν αἱ κύνες αἵδε καθεψιόωνται Od.19.372.

German (Pape)

[Seite 1283] verspotten, illudere, τινός, Od. 19, 372, Schol. καθάπτεσθαι, λοιδορεῖσθαι.

Greek (Liddell-Scott)

καθεψιάομαι: πειράζω, ἐμπαίζω, περιγελῶ, λοιδοροῦμαι, Λατ. illudere, μετὰ γεν., ὡς σέθεν αἱ κύνες αἵδε καθεψιόωνται Ὀδ. Τ. 372 (πρβλ. 370, κἀκείνῳ ἐφεψιόωντο).

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
3ᵉ pl. épq. καθεψιόωνται;
se railler de, gén..
Étymologie: κατά, ἑψιάομαι.

English (Autenrieth)

make sport of; τινός, Od. 19.372†.

Greek Monotonic

καθεψιάομαι: αποθ., εμπαίζω, περιγελώ, Λατ. illudere, με γεν., σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθεψιάομαι: насмехаться (τινός Hom.).