καρτερόχειρ: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καρτερόχειρ:''' χειρος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[δυνατά]] χέρια, σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''καρτερόχειρ:''' χειρος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[δυνατά]] χέρια, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''καρτερόχειρ:''' χειρος adj. с сильной рукой ([[Ἄρης]] Hom.; [[βασιλεύς]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 22:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρτερόχειρ Medium diacritics: καρτερόχειρ Low diacritics: καρτερόχειρ Capitals: ΚΑΡΤΕΡΟΧΕΙΡ
Transliteration A: karterócheir Transliteration B: karterocheir Transliteration C: karterocheir Beta Code: kartero/xeir

English (LSJ)

καρτερόχειρος, ὁ, ἡ,

   A strong-handed, Ἄρης h.Hom.8.3; βασιλεύς AP9.210.4.

German (Pape)

[Seite 1331] ειρος, starkhändig, mit starker Hand, muthig angreifend; Ares H. h. 7, 3; βασιλεύς Ep. ad. 590 (IX, 210).

Greek (Liddell-Scott)

καρτερόχειρ: ειρος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἰσχυρὰν χεῖρα, Ἄρης Ὁμ. Ὑμν. 7. 3· βασιλεὺς Ἀνθ. Π. 9. 210.

French (Bailly abrégé)

χειρος (ὁ, ἡ)
aux fortes mains, aux mains puissantes.
Étymologie: καρτερός, χείρ.

Greek Monolingual

καρτερόχειρ, -ειρος, ὁ, ἡ (Α)
αυτὸς που έχει δυνατά χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + χείρ.

Greek Monotonic

καρτερόχειρ: χειρος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει δυνατά χέρια, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

καρτερόχειρ: χειρος adj. с сильной рукой (Ἄρης Hom.; βασιλεύς Anth.).