καταβαρέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
(5)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταβᾰρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[υπερφορτώνω]], [[βαρυφορτώνω]], [[παραφορτώνω]], σε Λουκ.
|lsmtext='''καταβᾰρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[υπερφορτώνω]], [[βαρυφορτώνω]], [[παραφορτώνω]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταβαρέω:''' <b class="num">1)</b> перегружать, отягощать, обременять (τινα NT; Luc. - v. l. [[καταπονέω]]);<br /><b class="num">2)</b> pass. быть удрученным, мучиться, страдать (τῇ μάχῃ или ὑπὸ τῆς μάχης Polyb.; ὑπὸ τοῦ πάθους Diod.).
}}
}}

Revision as of 22:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβᾰρέω Medium diacritics: καταβαρέω Low diacritics: καταβαρέω Capitals: ΚΑΤΑΒΑΡΕΩ
Transliteration A: katabaréō Transliteration B: katabareō Transliteration C: katavareo Beta Code: katabare/w

English (LSJ)

   A weigh down, overload, v.l. for καταπονέω in Luc. DDeor.21.1: metaph., impose a burden on, τινας 2 Ep.Cor.12.16; κ. τὴν Ἰταλίαν ἐσφοραῖς App.BC5.67; ἀθληταὶ -βαροῦσι τοὺς τεχνίτας Plu.Cleom.27; τῶν -βαρούντων τὸ σῶμα καμάτων Ps.-Plu.Vit.Hom. 207:—Pass., to be overborne, crushed, καταβαρεῖσθαι τῇ μάχῃ Plb. 11.33.3; τοῖς ὅλοις Id.18.21.8; ὑπὸ τοῦ πάθους D.S.19.24; ἐν ταῖς λειτουργίαις POxy.487.10 (ii A.D.); also, to be outweighed, ὑπὸ τοῦ συμφέροντος Arr.Epict.2.22.18.

German (Pape)

[Seite 1339] durch Lasten niederdrücken, Luc. D. D. 21, 1; auch übertr., τῇ μάχῃ καταβαρεῖσθαι Pol. 11, 33, 3; ὑπὸ τοῦ πάθους D. Sic. 19, 24; N. T.

Greek (Liddell-Scott)

καταβᾰρέω: καταβαρύνω, καταβάλλω διὰ τοῦ βάρους μου, καταπονῶ, ὡς μὴ καταβαρήσειν αὐτὸν Λουκ. Θεῶν Διάλ. 21. 1 (ἔνθα διαφ. γρ. καταπονήσειν)· μεταφ., ἐπιβαρὺνω, καταφορτώνω, κ. τὴν Ἰταλίαν ἐσφοραῖς Ἀππ. Ἐμφ. 5. 67·- Παθ., καταβαρεῖσθαι ὑπὸ τῆς μάχης Πολύβ. 11. 33, 3· τοῖς ὅλοις 18. 4, 8· ὑπὸ τοῦ πάθους Διόδ. 19. 24.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
surcharger, accabler sous le poids.
Étymologie: κατά, βάρος.

English (Strong)

from κατά and βαρέω; to impose upon: burden.

English (Thayer)

(καταβαρύνω) equivalent to καταβαρέω (which see); present passive participle καταβαρυνόμενος, L T Tr WH; see βαρέω. (the Sept.; Theophrastus, et al.)

Greek Monotonic

καταβᾰρέω: μέλ. -ήσω, υπερφορτώνω, βαρυφορτώνω, παραφορτώνω, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

καταβαρέω: 1) перегружать, отягощать, обременять (τινα NT; Luc. - v. l. καταπονέω);
2) pass. быть удрученным, мучиться, страдать (τῇ μάχῃ или ὑπὸ τῆς μάχης Polyb.; ὑπὸ τοῦ πάθους Diod.).