καρωτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(19)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[καρωτικός]], -ή, -όν) [[[καρώ]] (II)]<br />αυτός που επιφέρει [[κάρωση]], [[αναισθητικός]], [[ναρκωτικός]], [[υπνωτικός]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[καρωτικός]], -ή, -όν) [[[καρώ]] (II)]<br />αυτός που επιφέρει [[κάρωση]], [[αναισθητικός]], [[ναρκωτικός]], [[υπνωτικός]].
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰρωτικός:''' усыпляющий, погружающий в сон (ὁ [[κρίθινος]] [[οἶνος]] Arst.; τὸ [[πνεῦμα]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 22:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰρωτικός Medium diacritics: καρωτικός Low diacritics: καρωτικός Capitals: ΚΑΡΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: karōtikós Transliteration B: karōtikos Transliteration C: karotikos Beta Code: karwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A stupefying, soporific, κ. ὁ κρίθινος Arist.Fr.106, cf. Dsc.4.64; κ. φάρμακα Gal.10.817; δυνάμεις, ἐπιβροχαί, Id.11.711, 14.733, cf. Porph.Abst.1.27.

German (Pape)

[Seite 1332] betäubend, in tiefen Schlaf bringend; ὁ οἶνος καρηβαρικός, ὁ δὲ κριθινὸς καρωτικός Ath. I, 34 b; Schlagfluß verursachend, αἱ καρωτικαὶ ἀρτηρίαι, = καρωτίδες.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰρωτικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιφέρων κάρωσιν, νυσταγμόν, νάρκην, καρωτικὸς ὁ κρίθινος (δηλ. οἶνος) Ἀριστ. Ἀποσπ. 101· κ. φάρμακα Γαλην.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α καρωτικός, -ή, -όν) [[[καρώ]] (II)]
αυτός που επιφέρει κάρωση, αναισθητικός, ναρκωτικός, υπνωτικός.

Russian (Dvoretsky)

κᾰρωτικός: усыпляющий, погружающий в сон (ὁ κρίθινος οἶνος Arst.; τὸ πνεῦμα Plut.).