καταρρᾳθυμέω: Difference between revisions
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
(5) |
(2b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταρρᾳθῡμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> χάνω εξαιτίας της ραθυμίας, σε Ξεν., Δημ. — Παθ., <i>τὰ καταρρᾳθυμημένα</i>, αυτά που έχουν απωλεσθεί εξαιτίας της αμέλειας, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., είμαι εξαιρετικά [[απρόσεκτος]], <i>καταρρᾳθυμήσαντες</i>, από την [[απερισκεψία]], σε Ξεν. | |lsmtext='''καταρρᾳθῡμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> χάνω εξαιτίας της ραθυμίας, σε Ξεν., Δημ. — Παθ., <i>τὰ καταρρᾳθυμημένα</i>, αυτά που έχουν απωλεσθεί εξαιτίας της αμέλειας, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., είμαι εξαιρετικά [[απρόσεκτος]], <i>καταρρᾳθυμήσαντες</i>, από την [[απερισκεψία]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταρρᾳθῡμέω:''' (ρᾱ)<br /><b class="num">1)</b> упускать по небрежности Xen., Dem.: τὰ κατερρᾳθυμημένα Dem. упущенное по беспечности;<br /><b class="num">2)</b> быть беззаботным, беспечным: καταρρᾳθυμήσαντες ὑστερίζουσι τῶν ἀντιπάλων Xen. они по своей беспечности оказываются ниже (своих) противников. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:44, 31 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
καταρρᾳθῡμέω: εἶμαι ἐντελῶς ῥᾴθυμος, ἀμελής, χάνω ἕνεκα ῥᾳθυμίας, εἰ καταρρᾳθυμήσετε Δημ. 765. 13˙ καταρρᾳθυμήσαντες ὑστερίζουσι, μένουσιν ὀπίσω ἕνεκα ῥᾳθυμίας, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 13˙ μηδὲν καταρρᾳθυμῶν φαίνεσθαι, καὶ μετὰ τοῦ καταμελεῖν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 39.- Παθ., τὰ κατερρᾳθυμημένα, πράγματα ἀπολεσθέντα ἕνεκα ῥαθυμίας ἢ ἀμελείας, τὰ κατ. πάλιν ἀναλήψεσθε Δημ. 42. 14˙ καὶ στρατιῶται κατερρᾳθυμημένοι, ῥᾳθυμίᾳ ἐξηντλημένοι, νωθεῖς καὶ ὕπτιοι, Πολυδ. Α΄, 158.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
perdre ou compromettre par sa négligence.
Étymologie: κατά, ῥᾳθυμέω.
Greek Monotonic
καταρρᾳθῡμέω: μέλ. -ήσω,
I. χάνω εξαιτίας της ραθυμίας, σε Ξεν., Δημ. — Παθ., τὰ καταρρᾳθυμημένα, αυτά που έχουν απωλεσθεί εξαιτίας της αμέλειας, σε Δημ.
II. αμτβ., είμαι εξαιρετικά απρόσεκτος, καταρρᾳθυμήσαντες, από την απερισκεψία, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
καταρρᾳθῡμέω: (ρᾱ)
1) упускать по небрежности Xen., Dem.: τὰ κατερρᾳθυμημένα Dem. упущенное по беспечности;
2) быть беззаботным, беспечным: καταρρᾳθυμήσαντες ὑστερίζουσι τῶν ἀντιπάλων Xen. они по своей беспечности оказываются ниже (своих) противников.