κατόρθωσις: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατόρθωσις:''' -εως, ἡ, [[τοποθέτηση]] σε [[ευθεία]] [[διάταξη]]· επιτυχή [[εκπλήρωση]] πράγματος, [[επιτυχία]], [[διεκπεραίωση]], σε Δημ.
|lsmtext='''κατόρθωσις:''' -εως, ἡ, [[τοποθέτηση]] σε [[ευθεία]] [[διάταξη]]· επιτυχή [[εκπλήρωση]] πράγματος, [[επιτυχία]], [[διεκπεραίωση]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατόρθωσις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> успешное действие, благополучное завершение (τῶν πραγμάτων Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> умелое исправление, успешное преобразование (τῆς πολιτείας Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> добродетельный поступок Arst., Cic.
}}
}}

Revision as of 22:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατόρθωσις Medium diacritics: κατόρθωσις Low diacritics: κατόρθωσις Capitals: ΚΑΤΟΡΘΩΣΙΣ
Transliteration A: katórthōsis Transliteration B: katorthōsis Transliteration C: katorthosis Beta Code: kato/rqwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A setting straight, of a fractured bone, Hp.Fract. 26 (pl.), Art.71.    2 setting up, τοῦ θρόνου LXX Ps.96(97).2.    II successful accomplishment of a thing, success, Arist.Rh.1380b4, Plb. 9.19.4: in pl., successes, Id.39.7.7.    2 setting right, reform, amendment, τῆς πολιτείας Id.3.30.2; τῶν πραγμάτων Id.2.53.3.    3 as philos. term, right action, = foreg. 2, Chrysipp.Stoic.3.21 (pl.), al.

German (Pape)

[Seite 1405] ἡ, das Gerade-, Rechtmachen, Gutausführen, glückliches Vollbringen; Arist. rhet. 2, 3 vrbdt ἐν εὐημερίᾳ, ἐν κατορθώσει, wie Pol. ἐπιτυχίαι καὶ κατορθώσεις, 40, 12, 7; ἡ τῶν πραγμάτων κατόρθωσις Pol. 2, 53, 3; κατόρθωσιν ποιεῖσθαι τῆς πολιτείας 3, 30, 2, den Staat wieder gut einrichten; a. Sp., – Bei den Stoikern = κατόρθωμα, Cic. de fin. 3, 14.

Greek (Liddell-Scott)

κατόρθωσις: -εως, ἡ, διόρθωσις, ὀρθὴ τοποθέτησις τεθραυσμένου ὀστοῦ, Ἱππ. Ἀγμ. 767, π. Ἄρθρ. 833· ἀνίδρυσις, τοῦ θρόνου Ἑβδ. (Ψαλμ. ϞϚ΄, 2). 2) ἐπιτυχὴς ἐκτέλεσις πράγματός τινος, ἐπιτυχία (πρβλ. κατόρθωμα), Ἀριστ. Ρητορ. 2. 3, 12, Πολύβ. 9. 19, 4· ἐν τῷ πληθ., ἐπιτυχίαι καὶ κατορθώσεις ὁ αὐτ. 40. 12, 7. 3) διόρθωσις, ἀναμόρφωσις, βελτίωσις, κ. ποιεῖσθαι τῆς πολιτείας ὁ αὐτ. 3. 30, 2· τῶν πραγμάτων ὁ αὐτ. 2. 53, 2. 4) ὡς φιλοσοφικὸς ὅρος, ὀρθὴ ἐνέργεια, Λατ. recta effectio, Κικ. Fin. 3. 14.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
heureux succès, réussite.
Étymologie: κατορθόω.

Greek Monolingual

κατόρθωσις, -ώσεως, η (ΑΜ) κατορθώ
επιτυχής εκτέλεση, επιτυχία, κατόρθωμα («ἡ γὰρ τῶν πέλας ἀπειρία μέγιστον ἐφόδιον γίγνεται τοῑς ἐμπείροις πρὸς κατόρθωσιν», Πολ.)
αρχ.
1. η τοποθέτηση σπασμένου ή εξαρθρωμένου οστού στη θέση του, ανάταξη
2. εδραίωση, στερέωσηδικαιοσύνη καὶ κρῑμα κατόρθωσις τοῡ θρόνου αὐτοῡ», ΠΔ)
3. βελτίωση, ανόρθωση («διὰ τούτων ἐποιήσαντο τὴν κατόρθωσιν τῆς πολιτείας», Πολ.)
4. (φιλοσ.) η τέλεια εκτέλεση του καθήκοντος.

Greek Monotonic

κατόρθωσις: -εως, ἡ, τοποθέτηση σε ευθεία διάταξη· επιτυχή εκπλήρωση πράγματος, επιτυχία, διεκπεραίωση, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

κατόρθωσις: εως ἡ1) успешное действие, благополучное завершение (τῶν πραγμάτων Polyb.);
2) умелое исправление, успешное преобразование (τῆς πολιτείας Polyb.);
3) добродетельный поступок Arst., Cic.