κέκμηκα: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
(5)
(2b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κέκμηκα:''' παρακ. του [[κάμνω]]· Επικ. μτχ. [[κεκμηώς]], <i>-ῶτος</i>.
|lsmtext='''κέκμηκα:''' παρακ. του [[κάμνω]]· Επικ. μτχ. [[κεκμηώς]], <i>-ῶτος</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''κέκμηκα:''' pf. к [[κάμνω]].
}}
}}

Revision as of 22:48, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

κέκμηκα: πρκμ. τοῦ κάμνω.

French (Bailly abrégé)

v. κάμνω.

Greek Monotonic

κέκμηκα: παρακ. του κάμνω· Επικ. μτχ. κεκμηώς, -ῶτος.

Russian (Dvoretsky)

κέκμηκα: pf. к κάμνω.