Κίσσιος: Difference between revisions

From LSJ

ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils

Source
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Κίσσιος:''' -α, -ον, από την Κισσία της νότιας Περσίας, σε Ηρόδ.· Κισσία [[ἰηλεμίστρια]], θλιμμένη [[γυναίκα]] από την Κισσιά, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''Κίσσιος:''' -α, -ον, από την Κισσία της νότιας Περσίας, σε Ηρόδ.· Κισσία [[ἰηλεμίστρια]], θλιμμένη [[γυναίκα]] από την Κισσιά, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''Κίσσιος:''' <b class="num">II</b> ὁ киссиец (представитель племени в Сузиане) Her.<br />киссийский Aesch.: Κισσίη γῆ или [[χώρη]] Her. = [[Κισσία]].
}}
}}

Revision as of 22:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κίσσιος Medium diacritics: Κίσσιος Low diacritics: Κίσσιος Capitals: ΚΙΣΣΙΟΣ
Transliteration A: Kíssios Transliteration B: Kissios Transliteration C: Kissios Beta Code: *ki/ssios

English (LSJ)

α, ον,

   A of or from Cissia, in southern Persia, γῆ Hdt.5.49, etc.; κισσία ἰηλεμίστρια hired mourner, A.Ch.423(lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

Κίσσιος: -α, -ον, ὁ ἐκ Κισσίας τῆς νοτίου Περσίας, Ἡρόδ. 5. 49, κτλ.· Κισσία ἰηλεμίστρια, γυνὴ ᾄδουσα ἐκτεθηλυμμένον θρῆνον, Αἰσχύλ. Χο. 423· πρβλ. Μαριάνδυνος, Μυσός.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Kissie, en Susiane.
Étymologie:.

Greek Monotonic

Κίσσιος: -α, -ον, από την Κισσία της νότιας Περσίας, σε Ηρόδ.· Κισσία ἰηλεμίστρια, θλιμμένη γυναίκα από την Κισσιά, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

Κίσσιος: II ὁ киссиец (представитель племени в Сузиане) Her.
киссийский Aesch.: Κισσίη γῆ или χώρη Her. = Κισσία.