κρουναῖος: Difference between revisions
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
(22) |
(3) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=κρουναῑος, -αία, -ον (Α) [[κρουνός]]<br />αυτός που προέρχεται από [[κρήνη]], ο [[πηγαίος]] («κρουναῑον [[ὕδωρ]]», <b>Αριστοτ.</b>). | |mltxt=κρουναῑος, -αία, -ον (Α) [[κρουνός]]<br />αυτός που προέρχεται από [[κρήνη]], ο [[πηγαίος]] («κρουναῑον [[ὕδωρ]]», <b>Αριστοτ.</b>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρουναῖος:''' Arst. v. l. = [[κρηναῖος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:12, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 1514] aus einer Quelle, ὕδωρ, Spring-, Quellwasser, Arist. meteorl. 2, 3.
Greek (Liddell-Scott)
κρουναῖος: -α, -ον, (κρουνὸς) ἐκ κρήνης, κρ. ὕδωρ, ὕδωρ ἐκ κρήνης, πηγαῖον, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀριστ. Μετεωρ.· (κρηναῖος ἀπαντᾷ ἐν 2. 1, 6.)
Greek Monolingual
κρουναῑος, -αία, -ον (Α) κρουνός
αυτός που προέρχεται από κρήνη, ο πηγαίος («κρουναῑον ὕδωρ», Αριστοτ.).
Russian (Dvoretsky)
κρουναῖος: Arst. v. l. = κρηναῖος.