κροσσωτός: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Source
(22)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κροσσωτός]], -όν, θηλ. και, -ή)<br />αυτός που έχει κρόσσια, [[θυσανωτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> <b>φρ.</b> «κροσωτό [[επιθήλιο]]» — [[επιθηλιακός]] [[ιστός]] του οποίου τα κύτταρα φέρουν κροσσούς με την [[κίνηση]] τών οποίων επιτυγχάνεται η [[αποβολή]] ξένων σωματιδίων ή απεκκριμάτων από την [[κοιλότητα]] του σώματος την οποία αυτά επενδύουν, αλλ. βλεφαριδωτό [[επιθήλιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ζωγραφισμένος [[τοίχος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κροσσωτός]]<br />[[χιτώνας]] με κρόσσια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρόσσαι]] <span style="color: red;">+</span> -[[ωτός]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[θυσανωτός]])<br />η λ. αρχικά σήμαινε τον διακοσμημένο τοίχο και στη [[συνέχεια]] η σημ. της επεκτάθηκε και στη [[διακόσμηση]] υφασμάτων].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κροσσωτός]], -όν, θηλ. και, -ή)<br />αυτός που έχει κρόσσια, [[θυσανωτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> <b>φρ.</b> «κροσωτό [[επιθήλιο]]» — [[επιθηλιακός]] [[ιστός]] του οποίου τα κύτταρα φέρουν κροσσούς με την [[κίνηση]] τών οποίων επιτυγχάνεται η [[αποβολή]] ξένων σωματιδίων ή απεκκριμάτων από την [[κοιλότητα]] του σώματος την οποία αυτά επενδύουν, αλλ. βλεφαριδωτό [[επιθήλιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ζωγραφισμένος [[τοίχος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κροσσωτός]]<br />[[χιτώνας]] με κρόσσια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρόσσαι]] <span style="color: red;">+</span> -[[ωτός]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[θυσανωτός]])<br />η λ. αρχικά σήμαινε τον διακοσμημένο τοίχο και στη [[συνέχεια]] η σημ. της επεκτάθηκε και στη [[διακόσμηση]] υφασμάτων].
}}
{{elru
|elrutext='''κροσσωτός:''' обшитый бахромой ([[ἐφεστρίς]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 23:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κροσσωτός Medium diacritics: κροσσωτός Low diacritics: κροσσωτός Capitals: ΚΡΟΣΣΩΤΟΣ
Transliteration A: krossōtós Transliteration B: krossōtos Transliteration C: krossotos Beta Code: krosswto/s

English (LSJ)

ή, όν, also ός, όν Lyc.1102:—

   A tasselled, fringed, l.c., Plu.Luc.28, Poll.4.120, POxy.1273.14 (iii A. D.): Subst. κροσσωτός (sc. χιτών), ὁ, LXXPs. 44(45).14; cf. κροκωτός 2.    II (κρόσσαι) stepped, σταυροῖσι -ωτὴ πτέρυξ, of a wall, Lyc.291 (v.l. κορς-).

German (Pape)

[Seite 1513] betroddelt, mit Troddeln, Quasten versehen, verbrämt; ἐσθής Poll. 4, 120; ῥαφαί Lycophr. 1102; a. Sp., wie VLL.

Greek (Liddell-Scott)

κροσσωτός: -ή, -όν, ἔχων κροσσούς, θυσάνους, Λυκόφρ. 1102, Πλουτ. Λυκ. 28, Ἑβδ. (Ψαλ. ΜΔ΄, 15)· πρβλ. κροκωτός· ― ὡς οὐσιαστ., κροσσωτὸς (δηλ. χιτών), ὁ, ὁ, χιτὼν μετὰ κροσσῶν, Κλήμ. Ἀλ. 236, Εὐστ., κτλ. ― Ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. σ. 541. 8, Γουδ. Ἐτυμ. 349. 33, κροσσόω ῥῆμα κατὰ συνθήκην πλασθὲν χάριν τῆς ἐτυμολογίας τῆς λέξεως.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
garni d’une frange ou d’une bordure.
Étymologie: κροσσός.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM κροσσωτός, -όν, θηλ. και, -ή)
αυτός που έχει κρόσσια, θυσανωτός
νεοελλ.
ανατ. φρ. «κροσωτό επιθήλιο» — επιθηλιακός ιστός του οποίου τα κύτταρα φέρουν κροσσούς με την κίνηση τών οποίων επιτυγχάνεται η αποβολή ξένων σωματιδίων ή απεκκριμάτων από την κοιλότητα του σώματος την οποία αυτά επενδύουν, αλλ. βλεφαριδωτό επιθήλιο
αρχ.
1. ζωγραφισμένος τοίχος
2. το αρσ. ως ουσ.κροσσωτός
χιτώνας με κρόσσια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόσσαι + -ωτός (πρβλ. θυσανωτός)
η λ. αρχικά σήμαινε τον διακοσμημένο τοίχο και στη συνέχεια η σημ. της επεκτάθηκε και στη διακόσμηση υφασμάτων].

Russian (Dvoretsky)

κροσσωτός: обшитый бахромой (ἐφεστρίς Plut.).