κύβη: Difference between revisions
From LSJ
Ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → Being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it.
(22) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κύβη]], ἡ (Α)<br />η [[κεφαλή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται με τους τ. [[κύβηβος]], <i>κυβηβῶ</i>, [[κυβητίζω]], <i>κυβήσινδα</i>]. | |mltxt=[[κύβη]], ἡ (Α)<br />η [[κεφαλή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται με τους τ. [[κύβηβος]], <i>κυβηβῶ</i>, [[κυβητίζω]], <i>κυβήσινδα</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κύβη:''' ἡ голова. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A head, only as etym. of κυβιστάω, EM543.22; cf. κύμβη (B).
Greek (Liddell-Scott)
κύβη: ἡ, ἡ κεφαλή· εὕρηται μόνον παρὰ Γραμμ. ὡς ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 543. 22 (ἔνθα φέρεται κύμβη, αὐτόθι 545, 27, Εὐστ. 584. 17), ὡς ἡ ῥίζα τῶν λ. κύβδα, κοβιστάω, κύβηβος, κύμβαχος, κύπτω, κυφός, κτλ.· πρβλ. κέβλη = κεφαλή.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
tête.
Étymologie: DELG cf. κοττίς, κύβος.
Greek Monolingual
κύβη, ἡ (Α)
η κεφαλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται με τους τ. κύβηβος, κυβηβῶ, κυβητίζω, κυβήσινδα].
Russian (Dvoretsky)
κύβη: ἡ голова.