κύβη: Difference between revisions

From LSJ

Ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → Being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it.

Menander, Fragmenta, 499
(22)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κύβη]], ἡ (Α)<br />η [[κεφαλή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται με τους τ. [[κύβηβος]], <i>κυβηβῶ</i>, [[κυβητίζω]], <i>κυβήσινδα</i>].
|mltxt=[[κύβη]], ἡ (Α)<br />η [[κεφαλή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται με τους τ. [[κύβηβος]], <i>κυβηβῶ</i>, [[κυβητίζω]], <i>κυβήσινδα</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''κύβη:''' ἡ голова.
}}
}}

Revision as of 23:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύβη Medium diacritics: κύβη Low diacritics: κύβη Capitals: ΚΥΒΗ
Transliteration A: kýbē Transliteration B: kybē Transliteration C: kyvi Beta Code: ku/bh

English (LSJ)

ἡ,

   A head, only as etym. of κυβιστάω, EM543.22; cf. κύμβη (B).

Greek (Liddell-Scott)

κύβη: ἡ, ἡ κεφαλή· εὕρηται μόνον παρὰ Γραμμ. ὡς ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 543. 22 (ἔνθα φέρεται κύμβη, αὐτόθι 545, 27, Εὐστ. 584. 17), ὡς ἡ ῥίζα τῶν λ. κύβδα, κοβιστάω, κύβηβος, κύμβαχος, κύπτω, κυφός, κτλ.· πρβλ. κέβλη = κεφαλή.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
tête.
Étymologie: DELG cf. κοττίς, κύβος.

Greek Monolingual

κύβη, ἡ (Α)
η κεφαλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται με τους τ. κύβηβος, κυβηβῶ, κυβητίζω, κυβήσινδα].

Russian (Dvoretsky)

κύβη: ἡ голова.