λακαταπύγων: Difference between revisions
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λᾱκαταπύγων:''' [ῡ], -ον, = [[καταπύγων]], με το [[πρόθεμα]] <i>λα-</i>, εξαιρετικά [[λάγνος]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''λᾱκαταπύγων:''' [ῡ], -ον, = [[καταπύγων]], με το [[πρόθεμα]] <i>λα-</i>, εξαιρετικά [[λάγνος]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λᾱκαταπύγων:''' ωνος ὁ Arph. intens. = [[καταπύγων]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:24, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῡ], ον, gen. ονος,
A = καταπύγων with intens. prefix λα-, Ar.Ach.664.
Greek (Liddell-Scott)
λᾱκαταπύγων: [ῡ], -ον, = καταπύγων μετὰ προθετικοῦ λα-, Ἀριστοφ. Ἀχ. 664.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
abominable débauché.
Étymologie: λα-, καταπύγων.
Greek Monolingual
λακαταπύγων, -ον (Α)
πάρα πολύ αισχρός, ασελγής, επιρρεπής σε παρά φύσιν συνουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λα- + καταπύγων «αισχρός, ασελγής»].
Greek Monotonic
λᾱκαταπύγων: [ῡ], -ον, = καταπύγων, με το πρόθεμα λα-, εξαιρετικά λάγνος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
λᾱκαταπύγων: ωνος ὁ Arph. intens. = καταπύγων.