λευκανία: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(23)
(3)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] ετερόκερων λεπιδόπτερων εντόμων.
|mltxt=η<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] ετερόκερων λεπιδόπτερων εντόμων.
}}
{{elru
|elrutext='''λευκανία:''' ἡ Hom., Anth. = [[λαυκανίη]].
}}
}}

Revision as of 23:32, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
gorge.
Étymologie: cf. λαυκανίη.

Greek Monolingual

η
ζωολ. γένος ετερόκερων λεπιδόπτερων εντόμων.

Russian (Dvoretsky)

λευκανία: ἡ Hom., Anth. = λαυκανίη.