λογιστής: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λογιστής:''' -οῦ, ὁ ([[λογίζομαι]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που υπολογίζει, [[δάσκαλος]] της αριθμητικής, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που υπολογίζει, που συλλογίζεται, που σκέφτεται λογικά, σε Αριστοφ., Δημ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ., ελεγκτές λογαριασμών στην Αθήνα, [[σωματείο]] από [[δέκα]] άνδρες εκλεγμένους με κλήρο από τη <i>Βουλήν</i>, στους οποίους οι άρχοντες [[μετά]] τη [[λήξη]] της θητείας τους υπέβαλαν τον απολογισμό τους, σε Δημ., κ.λπ.
|lsmtext='''λογιστής:''' -οῦ, ὁ ([[λογίζομαι]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που υπολογίζει, [[δάσκαλος]] της αριθμητικής, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που υπολογίζει, που συλλογίζεται, που σκέφτεται λογικά, σε Αριστοφ., Δημ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ., ελεγκτές λογαριασμών στην Αθήνα, [[σωματείο]] από [[δέκα]] άνδρες εκλεγμένους με κλήρο από τη <i>Βουλήν</i>, στους οποίους οι άρχοντες [[μετά]] τη [[λήξη]] της θητείας τους υπέβαλαν τον απολογισμό τους, σε Δημ., κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''λογιστής:''' οῦ ὁ<br /><b class="num">1)</b> знаток счета, учитель арифметики Plat.;<br /><b class="num">2)</b> логист, член логистерия (контрольного органа в Афинах в составе десяти λογισταί - по одному от каждой аттической филы, - который проверял финансовые отчеты должностных лиц) Dem.;<br /><b class="num">3)</b> ценитель, критик, судья: καταστῆναι [[δίκαιος]] λ. τινος Dem. суметь справедливо оценить что-л.
}}
}}