λοφάω: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λοφάω:''' μέλ. <i>λοφήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> έχω [[λοφίο]] ([[λόφος]]), λέγεται για τον κορυδαλλό, σε Βάβρ.<br /><b class="num">2.</b> [[κακώς]] έχω ως προς το [[λοφίο]] (δηλ. έχω [[λοφίο]] μεγαλύτερο από όσο πρέπει), σε Αριστοφ.
|lsmtext='''λοφάω:''' μέλ. <i>λοφήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> έχω [[λοφίο]] ([[λόφος]]), λέγεται για τον κορυδαλλό, σε Βάβρ.<br /><b class="num">2.</b> [[κακώς]] έχω ως προς το [[λοφίο]] (δηλ. έχω [[λοφίο]] μεγαλύτερο από όσο πρέπει), σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''λοφάω:''' <b class="num">1)</b> (о жаворонке) быть хохлатым Babr.;<br /><b class="num">2)</b> шутл. (по созвучию с [[λιθάω]] страдать каменной болезнью) страдать болезнью султанов, т. е. неутомимо изготовлять султаны для шлемов Arph.
}}
}}

Revision as of 23:39, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοφάω Medium diacritics: λοφάω Low diacritics: λοφάω Capitals: ΛΟΦΑΩ
Transliteration A: lopháō Transliteration B: lophaō Transliteration C: lofao Beta Code: lofa/w

English (LSJ)

   A have a crest (λόφος), of larks, Babr.88.4.    2 suffer from having too much crest, Ar.Pax1211 (Com. word formed like βραγχάω, λιθάω, etc.); but λοφᾷ· λόφου ἐπιθυμεῖ, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

λοφάω: μέλλ. ήσω, ἔχω λόφον, ἐπὶ τοῦ κορυδαλλοῦ, Βάβρ. 88. 4. 2) ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1211, κακῶς ἔχω ὡς πρὸς τὸν λόφον (δηλ. ἔχω λόφον μείζονα τοῦ ἱκανοῦ)· - διότι ἐν τῷ χωρίῳ τούτῳ ἡ λέξις εἶναι κωμικῶς ἐσχηματισμένη κατ’ αναλογίαν πρὸς τὰ βραγχάω, λιθάω, ποδαγράω, ὑδεράω, κτλ., ἅπερ, ὡς τὰ εἰς -ιάω, ἔχουσι τὴν ἔννοιαν ἀσθενείας, Λοβεκ. Φρύνιχ. 80.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
avoir une huppe, un toupet.
Étymologie: λόφος.

Greek Monotonic

λοφάω: μέλ. λοφήσω,
1. έχω λοφίο (λόφος), λέγεται για τον κορυδαλλό, σε Βάβρ.
2. κακώς έχω ως προς το λοφίο (δηλ. έχω λοφίο μεγαλύτερο από όσο πρέπει), σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

λοφάω: 1) (о жаворонке) быть хохлатым Babr.;
2) шутл. (по созвучию с λιθάω страдать каменной болезнью) страдать болезнью султанов, т. е. неутомимо изготовлять султаны для шлемов Arph.