λυσσάς: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λυσσάς:''' -[[άδος]], ἡ, [[λυσσώδης]], [[μανιώδης]], λυσσασμένη, σε Ευρ. | |lsmtext='''λυσσάς:''' -[[άδος]], ἡ, [[λυσσώδης]], [[μανιώδης]], λυσσασμένη, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λυσσάς:''' άδος (ᾰδ) adj. f беснующаяся, неистовая, яростная: λυσσάδι μοίρᾳ Eur. в припадке бешенства. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:40, 31 December 2018
English (LSJ)
άδος, ἡ,
A raging mad, Tim.Fr.3, APl.4.289; λ. μοίρᾳ E.HF1024 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
λυσσάς: ἡ, λυσσώδης, μανιώδης, λυσσασμένη, Τιμόθ. 1 Bgk., Ἀνθ. Πλαν. 289· λ. μοίρᾳ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1024.
French (Bailly abrégé)
άδος
adj. f.
furieuse.
Étymologie: λύσσα.
Greek Monolingual
λυσσάς, -άδος, ἡ (Α)
μανιώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + κατάλ. -άς, άδος (πρβλ. μαιν-άς)].
Greek Monotonic
λυσσάς: -άδος, ἡ, λυσσώδης, μανιώδης, λυσσασμένη, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
λυσσάς: άδος (ᾰδ) adj. f беснующаяся, неистовая, яростная: λυσσάδι μοίρᾳ Eur. в припадке бешенства.