μάρανσις: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
(6_11)
(3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μάρανσις''': ἡ, τὸ μαραίνεσθαι, [[μαρασμός]], μ. [[πυρός]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[σβέσις]], Ἀριστ. περὶ Ἀναπν. 8, 6, π. Νεότ. 5, 1· ἐπὶ τῆς ἐνεργείας τοῦ ἡλίου ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2. 5, 2. II. [[φθορά]], [[αὐτόθι]] 3. 3, 2, Προβλ. 3. 5, 6.
|lstext='''μάρανσις''': ἡ, τὸ μαραίνεσθαι, [[μαρασμός]], μ. [[πυρός]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[σβέσις]], Ἀριστ. περὶ Ἀναπν. 8, 6, π. Νεότ. 5, 1· ἐπὶ τῆς ἐνεργείας τοῦ ἡλίου ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2. 5, 2. II. [[φθορά]], [[αὐτόθι]] 3. 3, 2, Προβλ. 3. 5, 6.
}}
{{elru
|elrutext='''μάρανσις:''' εως (μᾰ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> затухание, угасание ([[πυρός]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> иссякание, истощение, исчезновение ([[ὕδατος]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 23:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάρανσις Medium diacritics: μάρανσις Low diacritics: μάρανσις Capitals: ΜΑΡΑΝΣΙΣ
Transliteration A: máransis Transliteration B: maransis Transliteration C: maransis Beta Code: ma/ransis

English (LSJ)

[μᾰ], εως, ἡ,

   A causing to die away, μ. πυρός, opp. σβέσις, Arist.Juv.469b22, cf. Resp.474b20; of the sun's action on wind, Id.Mete.361b21.    II dying or fading away, ib.372b19 (pl.); μαράνσει τὸν βίον ἐκλείπειν Id.Pr.871b17; διὰ μαράνσεως καὶ λήθης Porph.Abst.1.32.

German (Pape)

[Seite 94] ἡ, das Dünn-, Welkwerden, vom Alter, Arist. probl. 3, 5. 6 u. Sp., wie μαρασμός.

Greek (Liddell-Scott)

μάρανσις: ἡ, τὸ μαραίνεσθαι, μαρασμός, μ. πυρός, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ σβέσις, Ἀριστ. περὶ Ἀναπν. 8, 6, π. Νεότ. 5, 1· ἐπὶ τῆς ἐνεργείας τοῦ ἡλίου ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2. 5, 2. II. φθορά, αὐτόθι 3. 3, 2, Προβλ. 3. 5, 6.

Russian (Dvoretsky)

μάρανσις: εως (μᾰ) ἡ
1) затухание, угасание (πυρός Arst.);
2) иссякание, истощение, исчезновение (ὕδατος Arst.).