μεγαλόπτολις: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(5)
(3)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεγᾰλόπτολις:''' βλ. [[μεγαλόπολις]].
|lsmtext='''μεγᾰλόπτολις:''' βλ. [[μεγαλόπολις]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεγᾰλόπτολις:''' ιος, атт. εως adj. f Pind. = [[μεγαλόπολις]].
}}
}}

Revision as of 23:48, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 107] = μεγαλόπολις; μεγαλοπτόλιες Ἀθᾶναι Pind. P. 7, 1; δῆμος Ep. ad. 497 (App. 214).

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόπτολις: ἴδε ἐν λέξ. μεγαλόπολις.

Greek Monolingual

μεγαλόπτολις, ἡ (Α)
βλ. μεγαλόπολη.

Greek Monotonic

μεγᾰλόπτολις: βλ. μεγαλόπολις.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλόπτολις: ιος, атт. εως adj. f Pind. = μεγαλόπολις.