λευκόσφυρος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λευκόσφῠρος:''' -ον ([[σφυρόν]]), αυτός που έχει λευκούς αστραγάλους, [[λευκά]] ή [[γυμνά]] πόδια, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''λευκόσφῠρος:''' -ον ([[σφυρόν]]), αυτός που έχει λευκούς αστραγάλους, [[λευκά]] ή [[γυμνά]] πόδια, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''λευκόσφῠρος:''' белоногий (Ἣβα Theocr.).
}}
}}

Revision as of 23:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκόσφῠρος Medium diacritics: λευκόσφυρος Low diacritics: λευκόσφυρος Capitals: ΛΕΥΚΟΣΦΥΡΟΣ
Transliteration A: leukósphyros Transliteration B: leukosphyros Transliteration C: lefkosfyros Beta Code: leuko/sfuros

English (LSJ)

ον,

   A white-ankled, Ἥβα Theoc.17.32.

German (Pape)

[Seite 35] mit weißen Knöcheln, Ἥβη, Theocr. 17, 32.

Greek (Liddell-Scott)

λευκόσφῠρος: -ον, ἔχων λευκὰ σφυρά, Ἥβα Θεόκρ. 17. 32.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux talons blancs.
Étymologie: λευκός, σφυρόν.

Greek Monolingual

λευκόσφυρος, -ον (Α) (για την Ήβη) αυτή που έχει λευκούς αστραγάλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + -σφυρος (< σφυρόν «αστράγαλος»)].

Greek Monotonic

λευκόσφῠρος: -ον (σφυρόν), αυτός που έχει λευκούς αστραγάλους, λευκά ή γυμνά πόδια, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

λευκόσφῠρος: белоногий (Ἣβα Theocr.).